Βαλπουργία ανάγνωση







για τα πρακτικά της τελετής







Προσευχή

Της νύχτας οι αμαρτωλοί και της αυγής οι μόνοι
θέλουν βαρύ ζεϊμπέκικο και νευρικό τιμόνι
Σε τόπους τριγυρίζουνε σβησμένους απ'το χάρτη
για μια σταγόνα ουρανό, για μιαν αγάπη σκάρτη


Τα νιάτα μας, διαδρομή Αθήνα-Σαλονίκη,
μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι
Έπεσα να σ'ονειρευτώ σε ψάθα από φιλύρα
κι είδα πώς βγάζει η νύχτα φως και τ'όστρακο πορφύρα












Του δρόμου

Κάποτε ο Τσιτσόπουλος έγραψε πως είναι ωραίο να περπατάς χωρίς γυαλιά ηλίου, να τρακάρει η πόλη πάνω στο ανυπεράσπιστο μάτι.
Συμπληρώνοντας τoν πρωτομάστορα, θα δώσω δεύτερη άμυνα : μουσική.
Με όποια συσκευή. Τα δύο όπλα της απόλυτης υπεράσπισης εαυτού, το τρανό ταμπούρωμα. Σωτηρία μεγάλη, γιατί είναι το πιο γλυκό αφεντικό για τον επικίνδυνο συνειρμό. Επιλέγεις κομμάτι βάσει διάθεσης ή με σκοπό την κατασκευή της. Χαμηλώνεις την ένταση τόσο όσο να χάνεσαι χωρίς όμως να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους ο ήχος-καύσιμο. Το φάσμα απεριόριστο, από την πιο αισθαντική soul μέχρι το καταραμένο, το τελειωμένο τσιφτετέλι. Τρέχουν τα δευτερόλεπτα και κάπου στο δεύτερο κουπλέ γίνεσαι το τραγούδι, "αυτό νιώθω", "πωπω", συγκρατημένα δάκρυα, κατέβασμα σε προηγούμενη στάση για λίγο περπάτημα, τσιγάρα.
Πέτα τα όπλα.
Νύχτα, γιατί τα γυαλιά κυρ Στέφανε είναι πετσί για τις ώρες ήλιου.
Ψάχνεις τ'ακουστικά-τζίφος, πρώτο βήμα-γαμώτο τα ξέχασα, δεύτερο-λίγη Zaz τώρα, τρίτο-να πάρω ταξί, τέταρτο-γάμα το θα τραγουδάω από μέσα.
Και το αυτί τρέχει να συνθέσει ατάκες, γέλια, αμήχανα χέρια και κουρασμένα μάτια. Παρατηρείς αγγίγματα, φιλιά, χαμόγελα, νεύρα, καταλαβαίνεις τις σχέσεις της οικογένειας από την τοποθέτηση της τετράδας στο χώρο, χαμογελάς με την κοπέλα που τον κοιτάζει με ύφος "μακάρι να σε έχω πάντα", ζηλεύεις το νευρικό περπάτημα των εραστών.
Φορτικός ο άνθρωπος - τοπία τώρα. Πώς αναρτάται λυρικά το μακρινό ρολόι μέσα από τα κενά που σχηματίζουν οι φυλωσσιές, πόσο μεταμορφώνονται οι σκιές κάθε που ανάβουν οι προβολείς των αυτοκινήτων... στο μαγαζί με τ'ανοιχτήρια-πούτσες και τα τσολιαδάκια παίζει Χαρούλα.
Όχι που θα την γλίτωνες σήμερα.


http://bit.ly/sgivZg









Το κάτι παραπάνω

Τρίτη 

Θα πηγαίνει κάθε Τρίτη. Θα υπομένει ηδονικά την υποτίμηση από το αρσενικό αρχέτυπο, από το σημαντικότερο πέος της ζωής της, το πατρικό. Θα του καθαρίζει, θα του σκουπίζει τα πιάτα, θα τον φροντίζει σαν γνήσιο γυναικείο χέρι με την ανοχή και την προσποίηση που αυτό αταβιστικά κουβαλάει.
Το πρώτο χαστούκι θα έρθει με την απόρριψη εντός σπιτιού. 
Καρτερικά θα τον οδηγήσει στο σούπερ μάρκετ ακολουθώντας τον. Η απόσταση που της κρατάει θα της βαραίνει την πλάτη, θα παρακαλάει για ένα βλέμμα του, για μία μονολεκτική απεύθυνση-στο μυαλό της ισοδύναμη με το ηδυπαθέστερο "ευχαριστώ".
Το δεύτερο χτύπημα θα έρθει με την άρνησή του ενώπιον τρίτων - με την άρνηση αυτού που την έσπειρε.
Το μόνο που θέλει είναι να εξαφανιστεί και να ενσωματωθεί στο πλήθος. Ζητά ωστόσο κραυγαλέα την απόλυτη αφοσίωση ενός, του πατέρα. 
Στο ολοκλήρωμα της κοινής μέρα τους, εκείνος θα δείξει σημάδια αποδοχής για το πλάσμα που "αναστέλλει το χρόνο και κάνει κατοχή στη μέρα του". Εκείνη θα φύγει το απόγευμα με το τρένο των 7 παρά.
Τα ξημερώματα της επόμενης Δευτέρας ο γέρος είναι μόνος και η κόρη του, ο μονάκριβός του Ζαν Πιέρ, μαχαιρωμένος από τον τελευταίο επί πληρωμή γαμιά της.

Τρίτη













Ημερονόμιο

Η ανάγκη να χωριστεί το πίσω μέρος του ταξί με μαύρο πλαστικό, να πηγαίνει άσκοπα γρήγορα και να παίζει δύσκολη jazz.

Τα 5 δευτερόλεπτα απόλυτου σκότους και δυνατού πιάνου στη Βρυσακίου.
(Οι επιθυμητές ώρες απόλυτου σκότους και αμετανόητα οδυνηρού πιάνου σε κάποιο δωμάτιο)

Οι σκισμένες μπλούζες, επειδή είχαν γιακά ικανό να πνίξει την ώρα του ύπνου.

Η άρυθμη κυκλική κίνηση των δαχτύλων γύρω από τα κουμπιά των αστικών. Το κατέβασμα σε λάθος στάση.

Το Πέρασμα

Το "χρειάζομαι αρκετές ώρες, για να μπορώ να αντιμετωπίσω την καινούρια μέρα κάθε πρωί" (ή κάπως έτσι) της μέτριας πια Ράντου.

Τα κίτρινα φώτα των πλοίων μέσα από το ροζ πέπλο του ξημερώματος, σαν διάτρητο δέρμα.


Αρκετά Νοέμβρης






Χόρευα κι άργησα

Το πρωί της δυσφορίας, λίγο πριν αρχίσει να εξαργυρώνει υποχρεώσεις, άκουσε κάτω από το μπαλκόνι το ακορντεόν να θυμίζει την οφειλή της φυγής.
Ζαλιζόταν, ήθελε μία κουβέρτα να καλύψει τα πόδια, ένα κίτρινο ήσυχο φως και ήχους γλυκού πόνου. Θα έκλεινε τα μάτια του όσο οδηγούσε και μέσα από την απόλυτη αθλιότητα θα αυτοανακηρυσσόταν εγκόσμιος άγιος τραγουδώντας.

http://bit.ly/taL9OV










Πολλά χρόνια

[...]
εύχομαι να μπορούσα να τραγουδήσω. Ωραίο πράγμα να έχεις φωνή, να ξελαγράρεις τα ντέρτια σου 
[...]



Το απελπιστικά υπέροχο, να διαβάζεις την ψυχή σου από κάποιον άγνωστο.
Να φύγουν copyrights για acterw λοιπόν και η σκουριασμένη μουσική να παίζει.











Ρυθμός επιθυμίας

"Μετά από χρόνια, ήρεμος και κατατοπισμένος, να ξυπνάς σε αυτό το σπίτι ψηλά στον αστικό λόφο, με παράθυρα ανοιχτά στο φως και ο ήλιος να σου δίνει χαμόγελο ακουμπώντας με τον πιο στοργικό τρόπο την πλάτη σου. 
Καθαρός και χαρούμενος θα χειρίζεσαι μέρες ευτυχισμένες να θυμάσαι και να γίνονται".


Το ανοίκειο όφειλε να βρίσκεται εκτός του παραπάνω πλάνου, αλλά εσύ δεν το αποχωρίστηκες ποτέ. Το φως ανάβει πάντα τη λάθος στιγμή, τα πράγματα στο δωμάτιο έχουν την απόλυτα λάθος θέση, το βλέμμα έρχεται σε κακή συγκυρία, μεγάλο μέρος όσων λες σκάνε και γυρνάνε πίσω στο κεφάλι σου χωρίς την παραμικρή κατανάλωσή τους από άλλον.
Οι δρόμοι σου, το μοναδικό κομμάτι που δεν τολμά ν'αλλάξει, γιατί θα το αλλάξεις κι εσύ. Τους φοβίζεις τους δρόμους. Περπατάς και ακούς τ'απόνερα της μέρας των γειτόνων να δίνουν μουσική στους υπόνομους-αν εσύ δεν ήσουν έξω το υγρό κονσέρτο αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ. Και εδώ φτάνεις στη ρίζα του "δεν μπορώ", την  εξίσωση της παρουσίας σου με όσα συμβαίνουν. Είμαι εκεί, έγινε. Δεν ήμουν, θα παιδευτώ ν'αφομοιώσω.
Η έλλειψη στην έκφραση για απόλυτη απόδοση και η αδυναμία για ολοκληρωμένη πρόσληψη.
Η βύθιση στην μπανιέρα ως ενσωμάτωση όχι μόνο δεν έμεινε πίσω, αλλά έχασε κάθε δυναμική της. Όρθιος και το νερό κλείνει την ανάσα σου, το πίνεις, το φτύνεις και βλέπεις μέσα του το αλλοιωμένο γύρω.
Βρωμίζει, γίνεται χώμα, σε σκεπάζει μέχρι τα φρύδια, ξυπνάς.












Άνυδρα

[...]
Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο,
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω
μ' όλο που πίσω απ' τους τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για πού και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κι ενός αργού θανάτου -
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής,
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Άφησε με να' ρθω μαζί σου
[...]
Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος


http://bit.ly/qZSUsx











Ανταπόκριση συναυλίας

Στροφή στα φτηνά και δύσκολα, έρωτας και μέρα σου.
Αδυναμία συντονισμού με "θέλω να φιλήσω το ιδρωμένο δέρμα σου", απόσταση θεραπευτικά φαρμακευτική.

-Εμείς ακόμα κάνουμε προπόνηση! Θα σε πάρω μόλις τελειώσω! Θέλω να έρθεις μια μέρα εδώ, να δεις τι κάνω! Θέλω πολύ να έρθεις! (της έγραψε)
-Ναι, κι εγώ θέλω! (του απάντησε-αφού έχωσε υποκριτικά μεταγενέστερα ένα "πολύ" μετά την επιθυμία).

Την ώρα που επί σκηνής δίνεται μάθημα ένωσης, εσύ να βλέπεις την ψεύτικη εφαρμογή του σε γραπτό μήνυμα. Το κόστος της εξίσωσης του θαυμασμού με την κατοχή.
Του έρωτα με το "πιάνω".*
Γρίφος αστείος και λυμένος εκτός και αν η σωτηρία βρίσκεται σε αποστειρωμένα λευκά δωμάτια με έντονο κλιματισμό και κείμενα συντριβής. Ομολογίες κραυγής, ο λαιμός γεννάει αίμα, που με τη σειρά του παγώνει στο πέρασμα του χρόνου.
Και τώρα οι αναμενόμενες ανατριχιαστικές μορφές. Καθησυχασμένες μαινάδες, ακόμα λερωμένες, να μιλούν σε συχνότητα σχεδόν ψηφιακά ρυθμισμένη, εκφράζοντας τον απαραίτητο χαρακτηρισμό της συνθήκης. Ανά μία ώρα μετασχηματίζουν την ατμόσφαιρα σε μία λέξη, επικοινωνία άκρως φατική, επαρκής και όχι αναγκαία.
"Έρεβος" για αρχή. Με τα κρυσταλλένια κομματάκια αίματος, τις μνήμες, κατασκευάζουν τη νύχτα οικήματα για τα χέρια τους, αιχμηρές φυλακές, για να κρατηθούν εκούσες στο ίδιο σημείο αψηφώντας την ορμή για φόνο με το πρώτο φως.
*Το στέλνει, χορεύει, ιδρώνει, αγαπάει και κοιτάζει εξαιτίας συνειρμού τη φωτογραφία τους. Τη στιγμή που δηλώνεις εαυτό αμέτοχο στον κύκλο, βλέπεις πως υπάρχει η φωτογραφία σου μέσα στο πορτοφόλι της.
Μακάρι να μη μάθει ποτέ, πόσο σε έκανε να κλαις.


http://bit.ly/qeb30e







 



_

Το μαύρο ισοστάθμισμα ή το τρελό μπαλάτζο· 
να έχεις τόσα να πεις, που μόνο ν'ακούς.
Μαζέψου, αφουγκράσου, να ντρέπεσαι
κι αν τελικά χρειαστεί, πετάξου έλικας και ξέσκιζε













Κηλίδα από ρίγα

Εκσφενδονίζεσαι χωρίς σημείο εκκίνησης, μόνο τρέχεις δίχως αφετηρία και λήξη.
Σε ύψος οδηγού, στάση καθίσματος, ελλείψει αμαξώματος. Περνάς μπροστά από περιστρεφόμενα ουράνια τόξα, που ως γνωστόν καταλήγουν στο λευκό, τον τοίχο.
Από τ'αυτιά δομούνται κλαριά· αναπτύσσονται δυναμικά και καμπυλωτά ευαίσθητα, ώστε κάθε γωνιά να γεμίζει από μικρά άχρηστα σκατάκια.
Κάθε κλαρί καταλήγει σε ένα ένα σύννεφο ήχου, καθένα από τα οποία αναπαράγει τραγούδια αυστηρά για ιστορίες γυναικών. Το μόνο που εσύ ακούς είναι "μη ξεχάσεις" ενώ τα δάχτυλα του αριστερού χεριού λυγισμένα σε σχήμα που ζητάει άλλο ή δείχνει πως χορεύεις.
Ο νάνος σου δείχνει το τέρμα και σου θυμίζει πως θα περπατήσεις στα νύχια κρατώντας το άχρηστο οικοδόμημα επί κεφαλής. Τον απειλείς πως θα ξυρίσεις τη μάνα που τον πέταξε και θυμάσαι την προηγούμενη τιμωρία του, το μαύρο καναπέ.
Άρα, στα νύχια και φέτος.


http://bit.ly/rnQk6v











Κατευόδια και όχι ευχές

[...]

Έχω μιαν άχρηστη γκρίνια,
τα μαύρα σκαρπίνια,
που πήρα στη φτήνια
γι'αυτό το χορό
θα τα κρεμάσω για κράχτη,
ψηλά από το φράχτη,
για σένα-για σένα,μωρό

Έχω έναν άχρηστο ήχο,
τον ρίχνω στον τοίχο
μαζί με το στίχο,
να δει την αυγή

Όταν το βάζεις στα πόδια,
με τι κατευόδια,
τι άχρηστα λόγια,
φορτώνει κανείς τη φυγή

[...]











Παιδί μου, ανάσανε

Με την πρώτη αίσθηση νέας μέρας, η επιθυμία για απομάκρυνση από τα μίζερα.
Εκεί βρίσκεται η μεγάλη λούμπα της επαφής, "κατάλαβα γρήγορα και προχωράω μόνος".
Το μυαλό κατασκευάζει την πραγματικότητά του από τις πρώτες ακόμα λέξεις του άλλου, αρνούμενο να παρακολουθήσει με κανόνες έξω από τους δικούς του. Υποθετικά και εσωτερικά μεγαλόφωνα δημιουργεί κάτι μεγαλοπρεπές, ένα "άλλο" γύρω και πορεύεσαι με ασπίδα τον ξεχωριστό λογισμό.
Θα πρέπει όμως να θυμάσαι τη λειτουργία της ασπίδας, την προστασία και την έλλειψη. Με την αντίληψη ελλιπή στα σημεία, με ένα ζευγάρι μάτια μηδενικά ανεκτικά στο (ακόμα πιο) δύσκολο, η επιτόπια φυγή είναι το μόνο όπλο απέναντι στον πόλεμο του "θα σε πάρω τηλέφωνο μετά".
Εδώ το μικροπρεπές περιέχει πολλά, το αδιάφορο γίνεται μανιέρα και η πλάτη πέφτει σε συμβολική απεικόνιση. Η ειρωνεία τους ίσως κρύβει τη μεγάλη ανάγκη για οικειοποίηση.
Αν έχεις να κοιτάς ψηλά, τινάζεις το χώμα από τα πόδια, δεν το κάνεις αφορμή για μπινελίκι και φθορά.



http://bit.ly/nebUel







Αντίγραφα

Ο Αντρέι Σιμιόνοβιτς αποφάσισε εκείνη τη μέρα να δώσει στον Ορλόφ, το σκύλο του, ένα λουκάνικο αντί για δύο. Εκείνος έδειξε να μην τον πειράζει και πήγε κοντά του παίζοντας, όπως και κάθε άλλη φορά.
Ο Αντρέι Σιμιόνοβιτς κατάλαβε, πως ο Ορλόφ βολευόταν με λιγότερα και του αγόρασε τρία λουκάνικα για το επόμενο πρωί.
Γύρω στο βράδυ η πείνα του μεγάλωνε και άρχισε να τρέχει γύρω από τον Αντρέι Σιμιόνοβιτς κάνοντας τον να γελάσει. Όταν ο Αντρέι ξάπλωσε να κοιμηθεί, ο Ορλόφ του έφαγε το αυτί.


Δανιήλ Χαρμς, "ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ"







Του κάκου

Την κρατούσε σφιχτά με το χέρι του γύρω από το λαιμό-μέχρι εκεί του έφτανε-και από την άλλη παλάμη την κόρη τους. Σίγουρα την λάτρευε. Όταν πιστεύεις στη γη, δεν μπορείς να ακυρώσεις τη μάνα. Μπαμπάς των δύο.
Χοντροκομμένος, αδρή κοψιά, αποφασιστικά χέρια και κουρασμένο βάδισμα.
Εκείνη χαμογελούσε κοιτώντας τoν, όποτε τον κοιτούσε, επειδή τον κοιτούσε. Ευτυχισμένη που περπατούσε με το σύζυγο στο πανηγύρι. Tα μάτια της όμως, είχαν μέσα το "ξέρω ότι υπάρχει κι άλλο". Ένιωθε το μέτριο σήμερα, άκουγε ραδιόφωνο κρυφά τα πρωινά-ανακάλυψε, πως το κινητό που της πήρε για να την βρίσκει έχει ραδιόφωνο.

Ίσως κάποτε να είχε διαβάσει και κάτι. Μπορεί ένα βράδυ να ξύπνησε θέλοντας να μιλήσει στην αδερφή της. Κουνήθηκε όμως δίπλα της και σίγουρα ξάπλωσε, μην την ακούσει ξύπνια.

Με ποια σειρά να κάνει τα ψώνια αύριο, για να προλάβει ν'ακούσει μισή ώρα ραδιόφωνο; Ν'αφήσει λίγα ασιδέρωτα; Να κάνει τον κύκλο και να κάτσει στην οικοδομή στο πίσω στενό;


http://bit.ly/oLDVcM







είναι 7

Το ξημέρωμα αξίζει ως άχρονο. Είναι 7 το πρωί, είναι 7 το απόγευμα
-ποιος ξέρει. Τα χρώματα, ο ουρανός και οι αναλογικές συσκευές στο ίδιο μπέρδεμα. 
Έχεις την αίσθηση της αλλαγής, την εύνοια για επιτρεπτή παύση πριν τρέξει ξανά ο δρόμος. Το κενό μπορεί να φέρει και ελπίδα, ήδη καταργημένη από την επιθυμία της, αλλά ίσως σε παρασύρουν Κυριακή. 
Παρά την κούραση, θα σταθείς να δεις τον τρίχρωμο ουρανό μέσα απ'τα στόρια. 
Πριν κοιμηθείς, θα κρατήσεις τη γλυκιά θλίψη για την ανθρώπινη μετριότητα. 
Για την υποταγή και την προσαρμογή σε έξωθεν επιβαλλόμενους καμβάδες. 
Ξύπνα με την απαίτηση να κάνεις τον ίδιο κύκλο, από το ακμαίο στο υποταγμένο, κλείνοντας ακριβώς πριν κοιμηθείς. Αν τερματίσει νωρίτερα, σε λυπάμαι.



αξιολάτρευτα ηδυπαθέστατα







Παπάδες, ράσα και κυρίες στη λάσπη

"Επί 38' παγιδευμένη στο αυτοκίνητο, στη Βασιλίσσης Σοφίας. Ναι, 38' μεταξύ Χίλτον και Λουκιανού, απ'όπου την κάνω άπρακτη. Έχασα το ραντεβού μου στο Σύνταγμα. 
Αλλά όχι. Η ζωή παραμένει γλυκιά, τρικυμιώδης, ωραία. Ας σκεφθώ κάτι ευχάριστο. Ευχάριστο και φρέσκο [...] Τον πρέσβη της Γαλλίας, κύριο Αρνό. 
Κάθε νέα χρονιά μας προσκαλεί για τις ευχές. Διατυπωμένες σε υποδειγματικά ελληνικά. Συγκινούμαι παγίως από τον επαγγελματισμό και τη βούληση για άρτια επικοινωνία. Συγκινήθηκα και από το περιεχόμενο. Έξοχα, εξοχότατε!" γράφει η Μαρία Χαραμή* κι εσύ θες να της απαντήσεις ρητορικά "κελαηδάει το μουνί σου, μωρή;", γιατί είναι άλλη μία τύπισσα, που κοιμάται αγκαλιά με Hotelier και γλυκόξινη γεύση από τη ναξιώτικη γραβιέρα παλαίωσης.
Σε ένα στακάτο σήμερα, με πείνες και άδειες τσέπες αυτά τα κείμενα γίνονται κωλόχαρτα αβλεπί. Εκτός αν το πάρεις ανάποδα και θυμηθείς το φυλαγμένο σου εισιτήριο από το πρώτο σινεμά με την παρέα. Όλοι έχουμε ροπές στο περιττό, σε αυτό που πέφτει στη μούρη σου ποτέ μέσα στο 24ωρο, παρά μόνο το δίλεπτο πριν κοιμηθείς.
Ηλιοβασιλέματα, παλιά (αστεία σήμερα) ποιήματα, κρατημένα χαρτιά περιτυλίγματος από δώρα που έχουν πια χαθεί, εκείνη η φωτογραφία, αρώματα της ανάμνησης.
Στριμωγμένος σαν ποντίκι στο λεωφορείο και σου'ρχεται το μπαλκόνι στη Φολέγανδρο με το αποκλειστικό του "χαλί"Πρέπει να βγάλεις 3.000 λέξεις σε μία ώρα και σου χαρίζεις ένα τρίλεπτο με την υψηλή σου μουσική, τα ακριβά κομμάτια.
Η εμμονή για ορθογραφημένα ελληνικά ως μόνη άμυνα απέναντι στην εντροπία των πάντων, αν ψάχνεις τίτλο.
Ένας μύλος, που σε κάθε του γύρισμα περιμένει να μπεις στο κενό βαγόνι, να κάνεις μισό κύκλο και να συντρίψει τη μούρη σου στο χώμα φτάνοντας χαμηλά. Θα σωθείς, αν κάτσεις και ξεχαστείς με το μουσικό κουτάκι που βγάζει Σούμπερτ και δε σε αφήνει να κοιτάς αλλού. Συνέχισε να γυρίζεις τη μανιβέλα του και σκέψου τι μπορεί να αναπαριστούν οι σχηματισμοί των πουλιών όταν πετούν ομαδικά.
Μην ψάξεις την τσέπη σου-πέθανες.



(Η Χαραμή μπορεί να έκλαιγε με το παιδάκι που της έπλυνε το τζάμι στο 27') 
*ΒΗΜagazino,27-2-2011,Savoir vivre  

http://bit.ly/mvjWBX






Ευχαριστώ, εγώ

(Είναι ωραίο να ξεμπλοκάρει το χέρι και να τρέχεις)

Τέλος εποχής, κατοχής δικαιολογίας για το "κάθε μέρα".
Θα χαρείς για την elite που εντάσσεσαι, θα κάνεις όνειρα δημιουργίας και συναρπαστικά ενωμένων ελληνικών, άγγιγμα ορίων αλλά με φόβο πως αυτά ανήκουν μόνο στο κεφάλι σου.
Πρώτη μέρα, ανοίγεις την πόρτα προφητικά καθυστερημένα και κάθεσαι περιμένοντας. Αυτοί, εσένα.
Ξεκινάει να μιλά και σου φαίνεται πιο σωστό και από το νερό.
"Φεύγεις" σε κάθε της αφετηρία αφήγησης, τα κιλά σου είναι πίσω, μαζί με τα τρωτά και νιώθεις όσο όμορφος και ελαφρύς δε θα υπάρξεις ποτέ.
Κανένα παράταιρο πέταγμα-για περίσσευμα ούτε λόγος. Πείθεσαι πως είσαι σε σωστό χωρικό σημείο το σωστό δικό σου χρονικό. Και την ακολουθείς.
Πιστά, τυφλά, αμείωτα. Όπως κανέναν μέχρι σήμερα.
Θες να φύγεις μαζί της, να συγκατοικήσετε, να την ακούς να σου μιλάει για όσα αξίζει να λέγονται. Τα υπόλοιπα ας πεθάνουν πριν αρχίσουν οι συλλαβές.
Να είστε εκεί μόνο για τα υψηλά.
Επίπονα υψώνεις το χέρι σου και κόβεις την άγια σειρά.
Χαμογελάει. Με νεύμα αξίας. Με συμφωνία ηδονική. Το χαμόγελο δεν είναι αρκετό, πρέπει ν'αρχίσεις να ίπτασαι, για να γίνει κατανοητή η πληρότητα.
Κάθε μεσημέρι να φεύγεις μηρυκάζοντας και να ευχαριστείς τη ζωή για το πρωινό μεγαλείο.
Και την ακολουθείς. Με ένα πάντα αδικαιολόγητο, θλιβερό διάλειμμα.
Φτάνετε μαζί στο τέλος και σου χαρίζει την ύπαρξή σου σε μερικά σεμινάρια.
Τρία βιβλία, μία ταινία, άσματα παραίτησης και διαφορετικά "είναι".
Να σε δέχεται όσο παράδοξα θες. Να υπάρχει ταίρι στο μέχρι σήμερα καταραμένο κεφάλι.
Τέσσερα χρόνια, μία γυναίκα. Άσχημη, κακόγουστη, ερωτεύσιμη.

Κυρία Έλλη, ένα ειλικρινές "ευχαριστώ" για την τροφή που δε θα σταματήσω ποτέ να μασάω.
Κι αυτά τα πρωινά, στην Καλαμιώτου Α', που δε θα μπορώ να ξεχαστούν.

Α.Μ.








Παγκόσμιο θέατρο

[...]
ΖΑΝ : Είναι πολύ αργά. Πάρα πολύ αργά. Κάνει κρύο. Το τοπίο δεν είναι το ίδιο. Άλλαξε. Σαν η ελπίδα χαθεί, πώς αλλάζουν όλα! (Κοιτάζει γύρω του.)
Νάτες ξαναπρόβαλλαν πάλι οι παράξενες θλιβερές κοιλάδες της εφιαλτικής πραγματικότητας. Θαρρώ πως ξαναβλέπω τις έρημες πεδιάδες, και τα στεκάμενα νερά πέρα μέχρι που το βλέμα σου... Και να ήταν μόνο αυτό. Τώρα χτυπάει και η καρδιά μου σαν λαβωμένο ζώο. Μου ξεσκίζει με τα νύχια τις σάρκες μέσα στην αγωνία της... Το στομάχι μου απύθμενο βάραθρο. Το στόμα μου γκρεμός που το κατατρώνε οι φλόγες.
Δίψα και πείνα... Διψάω και πεινάω... (Πηγαίνει μια προς τον ένα φύλακα, μια προς τον άλλο, άλλοτε τους πιάνει και τους δύο απ'τα χέρια ή απ'την πλάτη.)
Ω! Αδερφές μου! Αγαπημένες μου φιλενάδες! Αν μπορούσα τουλάχιστον να ξαναβρώ το παλιό μου καταφύγιο, εκεί ήμουν από κάθε άποψη, τόσο καλά προστατευμένος, μέσα στην κούραση που ένιωθα για τη ζωή, κλεισμένος από αδιαπέρατους τοίχους μέσα στο φόβο του θανάτου...

ΠΡΩΤΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ : ...Και όπου είστε βολικά χουζουρεμένος στη μετριότητά σας...
Μας τα ξανάπατε. Ποιος σας είπε να παρατήσετε το σπιτάκι σας;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ : Γιατί δεν κάνετε κι εσείς σαν κι εμάς; Όπως κάνει όλος ο κόσμος;

ZAN : [...] Τι ανόητος, πίστευα πως είχα ξεπεράσει τα πάντα. Είναι σίγουρο.
Το παραδέχομαι, δεν μου μένει κανένας λόγος να συνεχίσω να ζω. Για να ζήσω γύρεψα να ανακαλύψω το παράλογο, γαντζώθηκα πάνω του και κομμάτιασα τις σάρκες μου...
Τα φτωχά μου τα χέρια...
[...]
Ευγένιος Ιονέσκο, "Η ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ Η ΔΙΨΑ"









Για μπλε, κόβει




Καρφωτή στο βυθό και το ρούχο να πλέει
Καρφωτή, εδώ κάτω· μα ποιος αναπνέει
Μια βουτιά
καρφωτή στο βυθό,
απλωτή στο κενό


Καρφωτή μια ζωή και ο τοίχος κρατάει
Η ταχύτητα αυτή, πού με πάει
Με τραβάει και με πάει
καρφωτή στο γκρεμό,
μια ζωή στο φτερό


http://bit.ly/lTm7pe









Φύρα

Στον πάγκο με τις μπανάνες, ο πωλητής διαλέγει τις μισοσάπιες και τις πετάει σ' ένα καφάσι πίσω του. Ένας παππούς πλησιάζει, διαλέγει την πιο κανονική, την ξεφλουδίζει επί τόπου και την τρώει σαν το πιο λαχταριστό γλύκισμα.
Αν παρατηρούσες τα μάτια του την ώρα που την δάγκωνε, μπορούσες να κλαις για ώρες ζητώντας "συγγνώμη". Γιατί, από πού-ασήμαντο.
Τα ενοχικά-ηθικοπλαστικά τύπου "να ευγνωμονείς για το αυτονόητο" δεν αφορούν κανέναν. Το αυτονόητο είναι από την ετυμολογία του αναγκασμένο να υπάρχει.
Το ζήτημα είναι να μπορείς να τα βλέπεις όλα αυτά.
Αν μπορείς να ευχηθείς κάτι σ'εαυτόν, είναι να βλέπεις πάντα αυτόν τον παππού να τρώει σαν παιδάκι την μπανάνα. Μετά να κοιτάζεις τον εαυτό σου και να σε αναγνωρίζεις.

Αν μπορούσες να τον δεις...μόνο να μπορούσες να τον δεις. Δε θα σταμάταγες να κλαις.











Ματωμένα μωρά

Το γύρω προχωράει, εξελίσσεται, αποκτά ευέλικτα περιθώρια, που ανοίγουν με ζόρι για κάποια "θέλω" εύκολα ελαστικά. Τράβα το λαστιχάκι και χτύπα το στο δέρμα σου.
Με την ίδια ορμή θα σου τα πετάξει πίσω, γιατί τα δέχτηκε με ζόρι.

[2:31] 
Η κατάφαση στο ιδιαίτερο, η ανοχή για το διεστραμμένο, το λάθος μέχρι το σημείο που δεν ξύνει όριο. Ανοιχτό μυαλό και αγακαλιά για το δίωρο. Εδώ θα έρθει η ενοχλητική διπόλα, που θα παρατηρήσει το εξέχον κορδόνι από την εν δυνάμει άρτια εικόνα του παντελονιού. Τι κρίμα. Α, ναι πέθανε κι εκείνη η γυναίκα. Τρομερό. Προσπαθείς να συντονίσεις το κεφάλι σου με τον γύρω ρυθμό και αδυνατείς λόγω αϋπνίας.
Εντάξει, σήμερα έχεις δικαιολογία, αλλά αύριο θα πρέπει. Θα πρέπει να μπορείς να το ξεχάσεις.
[2:38]
Σου χαρίζεις ένα διάλειμμα από το αβάσταχτο παν. Αφήνεις τις δράσεις να εξελίσσονται, υποθετικά θρηνώντας για την έλλειψή σου, κι εσύ ρουφάς καφέ ή τρως ξανά και ξανά νοσταλγώντας το ανέγγιχτο, το ευλογημένα μετέωρο. Τσιγάρο και είσαι κοντά στο συντονισμό, μπορείς ν'αντιμετωπίσεις από το πιο φιλικό κλάμα μέχρι το πιο εχθρικό γέλιο.
Τελικά το θέμα είναι να κερδίσεις τα λίγα λεπτά της ευθυγράμμισης, άρα λυμένο.
[2:43]
Το ακούς ή το θυμάσαι και μπορείς να σκύψεις τραβώντας τα μαλλιά σου, χαρίζοντας τις κραυγές σου στο χλευασμό τους.
(Αυτό, που τελευταία συνεχίζεις να κοιτάς κάθε άγνωστο για αρκετή ώρα μετά την κατασκευή της ιστορίας του. Εκτίθεσαι, αλλά δεν μπορείς να βοηθηθείς. Η ανάγκη σου για απασχόληση νικάει τη συνήθεια να περνάς μέσα από το πλήθος σαν σαΐτα και χαλαρώνεις, αφήνεσαι)
Να ξεσπάσεις σε χρόνο απρόσμενο εξωτερικά μα τόσο προετοιμασμένο από το εργοστάσιο της οδύνης. Να μιλήσεις σπασμωδικά για το βάρος της κάθε κίνησης, να αποδίδεις αριστοτεχνικά το αδιέξοδο, αλλά να ζωγραφίζεις με αόρατο μελάνι. Μελάνι που θα το δει κάποιος μόνο όταν έρθει στο ύψος του χαρτιού και παίξει κωδικά με τη διάθλαση.
[2:51]
Φυσικά όλο αυτό είναι άγνωστο-ε; Είναι η αλλαγή του μέσα, η προσπάθεια να ενσωματώσεις πιθανές κλινικές συμπεριφορές και να δεις την ομορφιά του γκρεμού.
Όταν θα τρίξει, κάτσε πίσω. Αυτός έχει μάθει να χάνει κομμάτια και να διαλύεται.
Ν' αφήνει αυτά που περισσεύουν. Όταν θα μάθεις να κινείσαι με τους χρόνους της κατολίσθησης, θ' ακούσεις "καλωσήρθες στο σήμερά μου".

[2:55]




[3:19]





Ξύλινα τουφέκια

συμπλήρωμα σε Υπερθέαμα στο στερέωμα

Περπατάς και η μικρή σ'ακολουθεί σαν κατάρα και ασφάλεια. Το ίδιο και ο άνθρωπος με το καπέλο, το ίδιο και η γυναίκα με το μισό σώμα ερπετού-μπροστά και αριστερά, σαν ημερομηνία.
Προχωράς αδιαφορώντας, αφού κανένας δεν τους βλέπει, αλλά κάθε σου αποστροφή τους κάνει να μαίνονται για προσοχή και πάρσιμο. Έξω από το νεκροταφείο τα μάτια έχουν χαθεί, το αίμα ξεράθηκε και με την αναμονή της εκβολής της οδού
"ΙΣΩΣ ΤΩΡΑ" νιώθεις για πρώτη φορά, πως δε χρειάζεται θεός. Μπορεί να υπάρχει, μπορεί να κάνει κάτι, μπορεί να γελάει μπροστά από οθόνες. Σε κάθε περίπτωση δε χρειάζεται. 
Για το κορίτσι, ακόμα κι αν κλαίει σε κάθε στρίψιμο του βλέμματός σου, πρέπει να χώσεις το κεφάλι της στο χώμα.
Για το σχεδόν φίδι πρέπει υπομονετικά να το αφήνεις να σέρνεται, μέχρι την παραίτησή του.
Με τη σκιά μην παίξεις ακόμα. Είναι πίσω, σταθερά και ακόμα χρήσιμα. Προχώρα με οίηση αποκοπής της και με σιγουριά ακολουθίας της.



Σκέψου το σαν άνοδο ενώπιον μορφής θείου και να έχεις να δηλώσεις, αν τη χρειάζεσαι ή όχι και γιατί. 
Ανάμεσα σε αναμνήσεις, όνειρα, υλικά και καθημερινότητες εσύ θα δείξεις το πιο υβριστικό : τον άνθρωπο
Θα παραδεχτείς, πως η ύπαρξη του άλλου καταργεί την ανάγκη για το "άλλο". Η φυσική και η ποιητική - μόνες δραστηριότητες - παύουν όταν υπάρχει χέρι πρόθυμο για κράτημα. Σφιχτό, χαμογελαστό ή πρόσκαιρο. Χέρι και ματιές. Κοίταξε κατάματα όλα τα κατασκευάσματα του μυαλού και κατέβα σε ένα πάτωμα φθαρμένο, ποτισμένο από ενοχλητικό λήθαργο. Τα καταφέραμε. 

http://bit.ly/fBUbRB











Απόλυτη μάχη

Κοίτα έξω από το παράθυρο
Χάζευε, πόσο ετοιμόρροπο είναι το άρτιο αποτέλεσμα, από το κατασκεύασμα των μαλλιών, με λίγο αέρα
Χτύπα τα χέρια σου ρυθμικά στο γραφείο με τα ακουστικά κολλημένα στ' αυτιά

,

όταν

η τηλεόραση παίζει.
ουρλιάζει.
το σπίτι καίγεται εξαιτίας σου.


Για το περιττό και το εκπρόθεσμο
(παίξε με τη σειρά)









Λυτρωτικά ενδιάμεσα

Τα σφιχτά δεμένα παπούτσια και τα κατάλληλου ύψους σκεπάσματα. Το στεγνό πέλμα, η ιδανική υγρασία ανάμεσα στις παλάμες. Η προσδοκώμενη απεικόνιση.

Τα "ναι" για "συνέχισε". Η κατάλληλη τοποθέτηση των σωμάτων στο χώρο, ώστε να λειτουργήσεις οικεία ακόμα κι αν δεν τους έχεις ξαναδεί ποτέ.
Οι ταιριαστοί χρόνοι σε αξιολογική κατάταξη της κάθε κίνησης, από την ανώδυνη μεταφορά βιβλίων μέχρι το γύρισμα της σελίδας. Ο τόνος της φωνής που καλεί σε συνέχεια, αυτός που δέχεσαι χωρίς σφίξιμο των δοντιών.
Το "δικό σου" χιούμορ· η αίσθηση παρόμοιας οπτικής των μέχρι εδώ και η άξια χαμόγελου ίδια ερμηνεία.
Η ανάγκη να πλησιάσεις, η χροιά που δηλώνει προσιτή και σε μαλακώνει ανεπανόρθωτα. Το χαρούμενο βλέμμα, που πιάνεις να σε αφορά κατά τύχη με ευτυχία δευτερόλεπτου.
Αυτά τα βλέμματα που συμπληρώνουν όσα λέγονται και αυτά που αρθρώνουν αυθάδικα λόγο αυτοδύναμα στιφό.
Οι μουσικές των εμπνευσμένα δρομολογημένων γυρισμάτων, της κάλυψης των αναγκών του αυτιού-κάλυψη που μόλις συμβεί, δε χρειάζεσαι καν φαγητό.
Και αυτές της έλλειψης, πόσο θλιβερές και ξεχαστές.
Τα αταίριστα ενώματα της λέξης, σύνολα που σου καίνε την όψη, αλλά ξεδιπλώνουν τα μέσα κατασκευάσματα εκπληκτικά αναλυτικά.
Τα κενά, που τα μάτια σου μπορούν να γυρίζουν και να κερδίζουν το διάλειμμα, για να αντέχουν το γύρισμα.



Οι σιωπές. 
Όσες τροφοδοτούν το μετά, συνειδητοποιούν για σένα και γίνονται αποτελεσματικοί προωθητές για κατανάλωση.
Αλλά και οι άχρηστες, όσες συνεργάζονται να είσαι ρέκτης ακινησίας και παύσης.
Τα καινά κενά και οι ταλαντώσεις εαυτού.

http://bit.ly/hZWJCP









Θεατράλε αλλά μορτάλε


"Για μια σκηνή στο θέατρο
το είναι μου το αθέατο,

με πρόσταζε τα ρούχα μου να κάψω".

(Στο 3:40)











Κακέκτυπα

Ο Αντρέι Σιμιόνοβιτς ενώ είχε υποσχεθεί στο σκύλο του, τον Ορλόφ, να του δίνει κάθε μέρα από δύο λουκάνικα, αποφάσισε ότι σήμερα δεν θα το έκανε. Εκείνος του γάβγιζε συνέχεια γιατί πείναγε, μέχρι που ο Αντρέι Σιμιόνοβιτς φοβήθηκε πως μπορεί να τον δαγκώσει. Πήρε τότε αγκαλιά ένα θάμνο που περνούσε απ'έξω και τον κράτησε προσπαθώντας να προστατευτεί.
Τη δεύτερη μέρα, αφού ο Ορλόφ είχε φάει ολόκληρο το θάμνο, ο Αντρέι Σιμιόνοβιτς έδωσε τέσσερα λουκάνικα στο σκύλο του, κρέμασε τα παπούτσια του στον καλόγερο και πήγε στην αγορά για να πάρει άλλα δύο λουκάνικα.


Δανιήλ Χαρμς, "ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ"





Τέλος εποχής IV / Big bad woolf

[...]Η δυσφορία τις τελευταίες εβδομάδες του φαινόταν κάτι παραπάνω από ουσιώδης και αναγκαία. Έπρεπε με τις κινήσεις να στήσει συμπεριφορά δυναμικής "όλα είναι υπέροχα", τη στιγμή που κάθε πινακίδα με ενδείξεις χιλιομέτρων είχε την υποσημείωση "λάθος δρόμος". 
Δυσκολία να χαμογελάσει στο πρώτο βλέμμα της μέρας, ακόμα και να κινηθεί στοργικά ενώ απελπισμένα το ήθελε:
η παραλυτική δύναμη που καταργεί το σφοδρό της ανάγκης για προσφορά. 
Και θυμήθηκε της στιγμές απόσυρσης, τις απόκρυφες σημειώσεις, τα ύψη του "εγώ" και τη σημασία της αποκομμένης καλλιέργειας. Ένιωσε μετά την απελπισία τους. 
Τον φαύλο κύκλο του από εδώ για εδώ, της μη προσφοράς. 
Κάθε βλέμμα στραμμένο προς το παράθυρο ήθελε και το κατάργησε με ένα νοητό χαστούκι προς τη μεριά της και την θέληση της ψυχής να συνεχίσει κοιτώντας αριστερά, για να ακούσει. Κοιμήθηκε με πρωινό πλάνο κίνησης. 


Χαμόγελο, στήριγμα και ευθύνη στην αποφασιστική τροπή των πραγμάτων. 
Μπορούσε να την κάνει να γελάει ενώ οδηγούσε ή έστω να μην την κάνει να μετανιώσει για τα πριν. Και ξεκίνησε με μουσική που γράφτηκε με λίγη σκέψη και στη συνέχεια αιματηρά με λόγο. Έτρεχε, έτρεχαν.
Χωρίς απειλή για φρένο από μέσα. Τώρα έμεναν οι δαίμονες του κόσμου, οι απλοί μα ισχυροί.[...]

http://bit.ly/ifCZoB









Ναι,ο παράδεισος παρατράβηξε

Μερικά λεπτά διαύγειας και το "εκεί" έρχεται και τρακάρει πάνω στη μούρη σου.
Μετά από Βαλπουργία νύχτα ή -χειρότερα- πρωινό, καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να μένεις άλλο εδώ αγκαλιά με ψηλά χούγια και διαφυγές. Νοσταλγικά μπορείς να κοιτάζεις τον αέρα να τσακίζει δέντρα κάτω από πάπλωμα και αναληθείς εξομολογήσεις κορμού ή μπορείς ακόμα ηδυπαθώς να βγεις και να κρατηθείς, για να σε πάρει.
Κάθεσαι άνετα με σκοπό ν'αναλυθείς, στέκεσαι απέναντι με το σημειωματάριο της προσπάθειας και ίπτασαι ελέγχοντας αν όλο αυτό γίνεται σωστά. Και εξηγείς τα επιτυχώς ιδωμένα, τις πρώτες γεύσεις, μουσικές και άλλες μαλακίες μέχρι που φτάνεις σε ό,τι αξίζει ν'αναλυθεί ως πρώτη εμπειρία:
ενοχή.
Η βάση της αίσθησης, πως μπορείς και σου αναλογεί να προκαλέσεις κακό, να πατήσεις το παντελόνι της σε ηλικία που αδιαφορεί για την "πληρωμή" και άτσαλα γνωρίζει το "χρωστάω". Μερικές συμπτώσεις μετά, νιώθεις το βάρος του "έκανα" και ψάχνεις να το πετάξεις κάπου κοντά, για να μη χρειαστεί να τρέξεις, να του χαρίσεις άλλο κόπο.
Φυγή στο επέκεινα ,λες, ψάξιμο στα πλάγια για πλάγια, ποιητικές λειτουργίες, άνομες λεξιπλασίες και δομές καταδικασμένες σε επανάληψη λόγω πείνας για πρωτοτυπία. Ψευτοκαλύπτεις, πετάς ένα "Ανήκω αλλού" και γελάς, γιατί η Πίτσα Παπαδοπούλου είναι παντού.
Ναι, αφού παίζεις σε τέτοια ύψη, όταν δέχεσαι και δεν φτιάχνεις τη διαφοροποίηση.
Και όλα καλά, και όλα δικά και σίγουρα πνευματώδη.
Μόνο που ξέχασες ένα κενό, φίλε.
Τότε που άνοιξες το φρεάτιο και αντί να ψάξεις κάτω από το σκατό χάζεψες το πόσο λυρικά υπέροχος είναι ο ασταθής ρυθμός απομάκρυνσης του λεωφορείου. Ακολουθώντας το τότε, ξέχασες ανοιχτό το καπάκι.
Το σιδερένιο, μαύρο, βαθιά χαραγμένο. Γύρνα, για να μπεις και να τελειώσεις ή να το σηκώσεις και να κλείσει.
Γύρνα, γιατί θες αποτέλεσμα. Απότομα.



Υπερθέαμα στο στερέωμα

Από πάνω σου κρεμασμένα κουκούλια και στη άκρη του τραπεζιού ένα ξύλινο, πρόχειρα μυτερό κοντάρι, χοντροδουλεμένο. Κάποια από τα κρεμάμενα έχουν αίμα και κάποια άλλα παγωμένη χρυσόσκονη, που θα πονέσει λίγο με το πρώτο πέσιμο. Η λαχτάρα σου να δοκιμάσεις την τύχη σου με το καθένα σε κάνει να ξεχνάς το συρματόσχοινο που έχει εισχωρήσει στο πόδι σου, όσο σέρνεσαι πάνω στο τραπέζι. Έχει ξεκολλήσει ένα κομμάτι δέρμα από το μπροστινό μέρος πάνω από τον αστράγαλο, αλλά αδιαφορείς όσο και για τα σπασμένα νύχια σου. Τα δάχτυλα ματώνουν στην προσπάθεια να γατζωθείς πάνω στο ξύλο με την ανίκανη στρογγυλή μαλακή σάρκα. Μάταια. Το πόδι σου κόβεται σε τρία κομμάτια και συνεχίζεις με το χαμηλότερο. Κρατάς στο χέρι την πατούσα σου και αφήνεις πίσω τα υπόλοιπα.
Φτάνεις το κοντάρι και κάνεις εκείνους τους ελάχιστους μαθηματικούς συνδυασμούς που είσαι ικανός, προσπαθώντας να κατεβάσεις όλες τις χρυσόσκονες και μόνο. Το πιάνεις, σου πληγώνουν ακίδες τα χέρια, χτυπάς με μανία ένα παρά ένα τα κουκούλια.
Πέφτουν μόνο τα αίματα.
Γέλιο.
Ένα χαμογελαστό κορίτσι ψιλοκρυμμένο με μαύρα μικρά ρούχα σε έβλεπε. Πίσω της πλήθος σκιών:άλλες πιο μπροστά,άλλες ακίνητες και άλλες αποχωρούν. Και λίγοι φωτισμένοι που αναγνωρίζονται. Αυτοί αυξάνονται παράλληλα με τον ρυθμό που το αίμα τρέχει από το πόδι σου. Φοράς το παλτό και ζητάς στο κοριτσάκι να έρθει μαζί σου. Σε ακολουθεί αλλά το στήσιμό της δείχνει τη διάθεση για απόσταση.
Προσποιείσαι πως έχεις το πόδι σου, κοιτάς πίσω υποτιμητικά ικετευτικά και ξεκίνησες.


http://bit.ly/h3P7Hk








Απώλειες

Ο Αντρέι Αντρέγεβιτς Μιάσοφ αγόρασε στη λαϊκή ένα φιτίλι και πήρε το δρόμο για το σπίτι του.
Εκεί που πήγαινε, ο Αντρέι Αντρέγεβιτς έχασε το φιτίλι και πέρασε από ένα μπακάλικο για ν'αγοράσει εκατόν πενήντα γραμμάρια λουκάνικο Πολτάβας. Στη συνέχεια, ο Αντρέι Αντρέγεβιτς πέρασε από έναν γαλακτοκομικό συνεταιρισμό κι αγόρασε ένα μπουκάλι κεφίρ, έπειτα ήπιε στα όρθια ένα ποτηράκι κβας και στήθηκε στην ουρά για να αγοράσει εφημερίδα. Η ουρά ήταν πολύ μεγάλη κι ο Αντρέι Αντρέγεβιτς περίμενε όχι λιγότερο από είκοσι λεπτά, όταν όμως είχε φτάσει στον εφημεριδοπώλη, πουλήθηκε κάτω απ'τη μύτη του η τελευταία εφημερίδα.
Ο Αντρέι Αντρέγεβιτς στάθηκε για λίγο μην ξέροντας τι να κάνει και κατόπιν κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, μόνο που στο δρόμο έχασε το κεφίρ και πήγε στο φούρνο ν'αγοράσει ένα γαλλικό φραντζολάκι, αλλά έχασε το λουκάνικο Πολτάβας.
Ο Αντρέι Αντρέγεβιτς αποφάσισε τότε να πάει ίσια στο σπίτι του, στο δρόμο όμως έπεσε, έχασε το γαλλικό φραντζολάκι κι έσπασε τα ματογυάλια του.
Ο Αντρέι Αντρέγεβιτς έφτασε στο σπίτι του πολύ κακόκεφος κι έπεσε αμέσως να κοιμηθεί, αλλά για πολλή ώρα δεν τον έπαιρνε ύπνος και, όταν τελικά αποκοιμήθηκε, ονειρεύτηκε ότι είχε χάσει την οδοντόβουρτσά του και καθάριζε τα δόντια του με κάποιου είδους κηροπήγιο.

Δανιήλ Χαρμς, "ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ"