Ο θάνατος της αλεπούς

(αμιγώς πολιτικά)

Και γιατί να συνεχίζεις ομιλών; Όσα υπήρξαν αξιομημόνευτα έχουν γραφτεί. Γιατί να προσπαθήσεις να βγάλεις από μέσα σου την "αλήθεια του κόσμου" κατά δική σου αντίληψη.
Δεν αφοράς. Απλά μιλάς ρυθμίζοντας την ροή του τέλους. Όλο και περισσότερο μέχρι τη σιωπή.


Μιλάς για τα φαντάσματά σου, τις 9 φιγούρες, που σε καταδιώκουν προγονικά, αδίστακτα. Θρέφονται σε ύψη που φαντάζεσαι, αλλά δεν ξέρεις και τις ακούς σαν λύκους-κάθε φορά 3 μέρες πριν κατέβουν. Και τότε στην κάτω χαραμάδα της πόρτας βλέπεις την σκιά της αναμονής από τα πόδια τους. Νιώθεις το βλέμμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου. Φλέγεται όποτε το κοιτούν. Γυρνάς απότομα περιμένοντας να τους δεις μα μάταια· πάνα μόνος εξυψώνοντας το ασήμαντο σε απόλυτο. Δεν θ'αργήσουν να κατέβουν. Απλά δεν έχει τελειώσει το βύζαγμά τους με το αίμα σου.
Απλά δεν σε έπεισαν να σταματήσεις να μιλάς. Τους συμφέρει ν'αποσυρθείς στο ακίνδυνο φως των κεριών σου. Κούρνιαξες. Πέτυχαν. Αγνούν όμως, ότι το λούφαγμα μπορεί να γίνει ελατήριο, που αν πάρει από μέσα σου όσα πρέπει, πετάγεται μαρτυρικά δολοφονικό και τεμαχίζει την σάρκα που (σε) πλήγωσε. Σταμάτα να μιλάς· πάρε φόρα.










City lights

" Γιατί σου αρέσουν τα μαύρα γυαλιά; Μήπως επειδή λειτουργούν σαν αερόσακοι, σαν ABS, όταν η πόλη τρακάρει αυθάδικα και μετωπικά πάνω σου ;"

[SOUL #51/Heavy weather/editorial/Στέφανος Τσιτσόπουλος]

[Agnès Varda,Cléo from 5 to 7]








Snap

Well... you clean up the dirt, there's just more dirt to clean up tomorrow.

Make the beds, they just have to be made tomorrow.

Wash the dishes, more to wash tomorrow.

Make dinner, it gets eaten, doesn't it?

The world keeps growing, and you feed it.
But it doesn't feed you, does it?

But... how much can you take?
How much can you take before you snap?

How much can you take?

How much can you take?

Lying on your bed, looking at the ceiling, waiting for something to happen.

And knowing all the time that you were meant for something better. Feeling it. Wanting it.

But... how much can you take? How much can you take? How much can you take before you snap?

How much can you take before you snap?

How much can you take before you snap?

 












Το άσμα της παραίτησης

Το μωρό κλαίει και η μητέρα του πρέπει να το αγκαλιάσει και να ψάξει την αιτία του κλάματος. Ή ν'αφήσει ένα σημείωμα, ν'ανοίξει την πόρτα και να φύγει για πάντα, επειδή δεν αντέχει να πεθαίνει καθημερινά φροντίζοντας το παιδί της. Να το ξαναδεί στην κηδεία του, αν τύχει και πεθάνει πριν από αυτήν.
Οι Ώρες.
Το να βλέπεις μία ταινία είναι θανάσιμα βαρετό, εκτός αν σε κάνει να σαστίσεις και να μη μετράς ανάποδα τα λεπτά, αφού σίγουρα τσέκαρες την διάρκεια πριν πατήσεις play.
Να χαθείς στους χρόνους της με δικούς σου χρόνους.




Η μοναδική σκηνή, που ορίζει την διαφορετικότητα μυαλού ουσιαστικά. Όχι ψευτοεπαναστάσεις, αντίδραση και φωνές. Πραότητα και συνέπεια προς τη σκέψη σου, την ιδιαίτερη για τους άλλους, την απόλυτα κατευθυντική για σένα.
Μία γυναίκα, που επέλεξε να ζήσει εγκαταλείποντας τα παιδιά της και γνωρίζοντας, ότι δεν θα μετανιώσει.
"...What does it mean to regret, when you have no choice?"-όλη η αλήθεια μαζεμένη εδώ. Δεν άντεχε να βιώσει αυτό που άλλοι αποκαλούν καθημερινότητα και το θεωρούν βατό. Η διατήρηση της οικογένειας για τη γυναίκα είναι κάτι σαν ρόλος φύσει δοσμένος και είναι άξιες θαυμασμού όσες κατορθώνουν παρά τις δυσκολίες να "στηρίξουν τα παιδιά τους", να "είναι καλές σύζυγοι", να "σταθούν όπως πρέπει στα καθήκοντά τους".
Λόγια της πλέμπας. Αρκετά με τις λαϊκές ηρωίδες που αντιμετωπίζουν επιτυχώς δυσκολίες. Καιρός να φωτιστούν και όσοι δοκίμασαν την γλύκα της παραίτησης. Όσοι κατακτώντας ένα ανώτερο επίπεδο σκέψης κατάλαβαν, πως ο άνθρωπος δεν είναι στο "υπομένω" αλλά στο "ζω". Πόσο ηρωικό είναι να παρατάς τα παιδιά σου και να φεύγεις ακολουθώντας το δικό σου εγχειρίδιο χαράς. Πόση σημασία βρίσκεται στις χαλασμένες ζωές, στις παρατημένες οικογένειες-σημασία από την πλευρά του ατομικού δράματος. Του δράματος του φυγά. Του δράματος του φυγά πριν φύγει. Μετά ο φυγάς μεταμορφώνεται σε άνθρωπο. Τελείως άλλες αξιολογήσεις για το τι είναι σωστό και ηθικό.


Ίσως γι'αυτό λατρεύεις μερικές περίεργες φιγούρες με μακριές, αποξενωτικές καπαρντίνες και μεγάλα μαύρα γυαλιά. Γιατί μάλλον έχουν πίσω τους κατεστραμμένες ζωές.









Τέλος εποχής

[...] Δεν το είχε σχεδιάσει-ήταν πολύ δυσβάσταχτο, για να έχει πλάνο. Απλά το είχε αποφασίσει. Σιγουρεύτηκε πως όλοι κοιμόντουσαν, μάζεψε τα απαραίτητα μέσα σε έξι εβδομάδες και δύο μήνες μετά, ξεκίνησε. Κατέβηκε αθόρυβα τις σκάλες, έφτασε στο παράθυρο της ελευθερίας του και βγήκε. Το ολοκλήρωσε. Περπάτησε, όσο να μην ακούγεται ο γοερός θυμός του και μόνο κοιτάζοντας στο γνωστό παράθυρο άρχισε να βαδίζει πιο γρήγορα. Σχεδόν άκουγε τα δάκρυά Του κι ας σταμάτησαν λίγο πριν πεθάνει, εδώ και είκοσι δύο χρόνια. Αλλά ένιωθε και το πρόσφατο καταφατικό νεύμα Του. Το σήμα της ενθάρρυνσης. Και μετά το βλέμμα της αναμονής. Στη γωνία της εκκίνησης. Που δεν εξασφάλιζε τίποτα· αντίθετα, φόβιζε ακόμα και για θάνατο. Μα λύτρωνε. [...]











Προσομοίωση φθαρμένων συστημάτων

Είσαι στη θέση του συνοδηγού και παρατηρείς τον δρόμο με μυρωδιά από συνεχές. Ξανά και ξανά. Σίγουρα πέρασες την ίδια ταμπέλα φορές όσο πόροι. Και των δύο μαζί. Βλέπεις το τέλος-γκρεμό της λύτρωσης και λίγο πριν φτάσεις ξεκινάει να δημιουργείται άσφαλτος με τριγμούς ανατριχιαστικούς και αναθυμιάσεις απελπιστικά γνώριμες. Ανακουφίζεσαι ή μάλλον κουράζεσαι που "πάει" από την αρχή.
Δεν είναι όμορφο να σου καταργούν την κατάληξη,που έχεις δεχτεί με προσομοίωση.
Ξέρεις, τις φορές που κάθεσαι και κλαις για το πόσο οδυνηρός θα ήταν ο αυριανός θάνατος ανθρώπου σου; Κι ας κοιμάται στο δίπλα δωμάτιο-έχεις την ανάγκη για υποθετικό δράμα, για να κουράσεις το κεφάλι σου και να κοιμηθεί.
Κι εκεί που περιμένεις το φρενάρισμα και την πτώση, η οδός αναδομείται. Ησυχία. Ελπίζεις ότι αυτή τη φορά αλήθεια θα πέσεις και ίσως να... είσαι στη θέση του συνοδηγού.










Δύο με χάσμα / Άφατο

Λες και υπάρχουν δύο είδη μελαγχολίας.

Το πρώτο είναι το ευτυχές. Είναι η μελαγχολία της μουσικής, του κεριού, των δακρύων. Που είσαι κάπως-θυμάσαι κάτι, λυπάσαι (για) κάτι, νιώθεις στερημένος, ξεκομμένος, μόνος σου. Έχει όμως και το στοιχείο της άμεσης εξόδου. Όπως και να'σαι, ένα τραγουδάκι, ένα τηλέφωνο, μια καλή ατάκα ή η ανάγκη να επιστρέψεις στη ροή σε βγάζει μέσα να γελάς, να σκουπίζεις δάκρυα και να τρως σοκολάτα για την πίκρα στη γλώσσα. Με δυο λόγια, ξεπερνάς.
Είναι η μελαγχολία του cinema. Φαρδιά πουλόβερ, sitcom γλυκόπικρο χιουμοράκι και φιλικές αγκαλίτσες.

Το δεύτερο, ανείπωτο. Δεν αξίζει το κλάμα-δεν φτάνει, πρέπει να βγάλεις έξω το συκώτι σου και να το τρυπάς, για να δείξεις στον εαυτό σου τον πόνο που σου φέρνει το γαμημένο μυαλό. Δεν ξεπερνάς εκεί, απλά αφήνεσαι και κοιτάς το κενό χωρίς να απαντάς και πατώντας "Αθόρυβο" στην κάθε κλήση. Σε κάθε είδους κλήση. Δεν υπάρχεις εσύ καλά-καλά, θα δικαιολογήσεις την ύπαρξη άλλου ;
Όλα κινούνται σε απόλυτη σίγαση. Ανοίγουν τα στόματα και ουρλιάζουν, το αυτοκίνητο μπροστά σου φρενάρει και δεν ακούς κάτι, τρέχεις να μπεις στον δικό σου χώρο ενσωμάτωσης. Να χαθείς για σένα.
Δεν έχει νόημα να μιλήσεις, δεν έχει νόημα να ψάξεις λόγους, δεν αντέχεις να τους δεις και γι'αυτό ποτέ δεν θα τους μάθεις. Εδώ δεν έχει αγκαλίτσες. Έχει πτώση, φθορά, παράλυση. Όριο -πώς το λένε. Θα σηκωθείς από την καρέκλα, επειδή βαρέθηκες να πεθαίνεις- όχι γιατί πρέπει να κάνεις κάτι. Το πρέπει αυτού του βάθους δεν πολεμιέται. Απλά κουράζεσαι να πέφτεις και πας στις "Αναπάντητες".

Υ.Γ.: Αφού δεν το "έπνιξες".








Βάθη

"Κάτι αγκαλιές απλήρωτες και νύχτες ανεκπλήρωτες,
σαν ύαινες απάνω σου θα πέσουν"










Κίτρινα βράδια

Αυτά,γιατί όπου και να ήσουν καταλήγεις με ένα ΤΑΧΙ, στο λιμάνι, να γυρνάς. Και να χαζεύεις τα κίτρινα φώτα του, επειδή περιβάλλονται με λογοτεχνική ομίχλη. Μπούρδες.
Πλοία ετοιμάζονται, καντίνες, λαχταριστά βρώμικο φαγητό, μία Κυρία να ξεδιπλώνει το nylon σακουλάκι, που έχει μέσα τον καφέ της. Φραπέ στο παγούρι του '90-τον ετοίμασε για τον εαυτό της καμιά ώρα πριν.
Η ετοιμασία απέναντι στη δική σου απόσυρση. Βλέμματα που νομίζεις, ότι σε κατηγορούν, γιατί δεν δυσκολεύεσαι όσο αυτά.
Εμμονή δικού σου βλέμματος στη βρωμιά.
Σ'αυτή τη γωνία με την αδικαιολόγητη, λερωμένη βλάστηση να σπάει δειλά άρα σίγουρα το τσιμέντο. Γόπες, άδεια τσιγαρόκουτα, άδειες μπύρες, χαρτί. Χαρτί, που με το φως της μέρας ήταν ακμαίο, έλεγε κάτι. Κι άλλα ΤΑΧΙ.
Τα πρώτα αστικά ξεκινάνε. Ο οδηγός σου μιλάει.
"Εδώ δεξιά".



Εμμονή στη βρωμιά. Παρατηρείς λες και δεν ανήκεις, παρατηρείς λες και μόνο παρατηρείς. Σε βλέπουν αυτές που ονομάζεις περίεργες φιγούρες, σε βαφτίζουν κι εσένα έτσι. Και τότε ενσωματώνεσαι.
Εκεί καταλαβαίνεις, πως η ζωή είναι στην παρακμή, στην ασχήμια, εκεί που σέρνεσαι.
Στα κιλά, στο στραβό χαμόγελο, στην ατέλεια, το χαλασμένο παπούτσι. Τότε βλέπεις τους πραγματικούς ανθρώπους, την τραγική ύπαρξη.
Τελικά, το σκοτάδι δείχνει την αλήθεια.











Initial care

Τίποτα δεν μου θύμιζε τίποτα
και τίποτα δεν με συνέδεε με κάτι.
Για μικρούς χρόνους. Μετά, ο κόσμος άρχιζε.