Τέλος εποχής

[...] Δεν το είχε σχεδιάσει-ήταν πολύ δυσβάσταχτο, για να έχει πλάνο. Απλά το είχε αποφασίσει. Σιγουρεύτηκε πως όλοι κοιμόντουσαν, μάζεψε τα απαραίτητα μέσα σε έξι εβδομάδες και δύο μήνες μετά, ξεκίνησε. Κατέβηκε αθόρυβα τις σκάλες, έφτασε στο παράθυρο της ελευθερίας του και βγήκε. Το ολοκλήρωσε. Περπάτησε, όσο να μην ακούγεται ο γοερός θυμός του και μόνο κοιτάζοντας στο γνωστό παράθυρο άρχισε να βαδίζει πιο γρήγορα. Σχεδόν άκουγε τα δάκρυά Του κι ας σταμάτησαν λίγο πριν πεθάνει, εδώ και είκοσι δύο χρόνια. Αλλά ένιωθε και το πρόσφατο καταφατικό νεύμα Του. Το σήμα της ενθάρρυνσης. Και μετά το βλέμμα της αναμονής. Στη γωνία της εκκίνησης. Που δεν εξασφάλιζε τίποτα· αντίθετα, φόβιζε ακόμα και για θάνατο. Μα λύτρωνε. [...]