Βαλπουργία ανάγνωση







για τα πρακτικά της τελετής







Προσευχή

Της νύχτας οι αμαρτωλοί και της αυγής οι μόνοι
θέλουν βαρύ ζεϊμπέκικο και νευρικό τιμόνι
Σε τόπους τριγυρίζουνε σβησμένους απ'το χάρτη
για μια σταγόνα ουρανό, για μιαν αγάπη σκάρτη


Τα νιάτα μας, διαδρομή Αθήνα-Σαλονίκη,
μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι
Έπεσα να σ'ονειρευτώ σε ψάθα από φιλύρα
κι είδα πώς βγάζει η νύχτα φως και τ'όστρακο πορφύρα












Του δρόμου

Κάποτε ο Τσιτσόπουλος έγραψε πως είναι ωραίο να περπατάς χωρίς γυαλιά ηλίου, να τρακάρει η πόλη πάνω στο ανυπεράσπιστο μάτι.
Συμπληρώνοντας τoν πρωτομάστορα, θα δώσω δεύτερη άμυνα : μουσική.
Με όποια συσκευή. Τα δύο όπλα της απόλυτης υπεράσπισης εαυτού, το τρανό ταμπούρωμα. Σωτηρία μεγάλη, γιατί είναι το πιο γλυκό αφεντικό για τον επικίνδυνο συνειρμό. Επιλέγεις κομμάτι βάσει διάθεσης ή με σκοπό την κατασκευή της. Χαμηλώνεις την ένταση τόσο όσο να χάνεσαι χωρίς όμως να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους ο ήχος-καύσιμο. Το φάσμα απεριόριστο, από την πιο αισθαντική soul μέχρι το καταραμένο, το τελειωμένο τσιφτετέλι. Τρέχουν τα δευτερόλεπτα και κάπου στο δεύτερο κουπλέ γίνεσαι το τραγούδι, "αυτό νιώθω", "πωπω", συγκρατημένα δάκρυα, κατέβασμα σε προηγούμενη στάση για λίγο περπάτημα, τσιγάρα.
Πέτα τα όπλα.
Νύχτα, γιατί τα γυαλιά κυρ Στέφανε είναι πετσί για τις ώρες ήλιου.
Ψάχνεις τ'ακουστικά-τζίφος, πρώτο βήμα-γαμώτο τα ξέχασα, δεύτερο-λίγη Zaz τώρα, τρίτο-να πάρω ταξί, τέταρτο-γάμα το θα τραγουδάω από μέσα.
Και το αυτί τρέχει να συνθέσει ατάκες, γέλια, αμήχανα χέρια και κουρασμένα μάτια. Παρατηρείς αγγίγματα, φιλιά, χαμόγελα, νεύρα, καταλαβαίνεις τις σχέσεις της οικογένειας από την τοποθέτηση της τετράδας στο χώρο, χαμογελάς με την κοπέλα που τον κοιτάζει με ύφος "μακάρι να σε έχω πάντα", ζηλεύεις το νευρικό περπάτημα των εραστών.
Φορτικός ο άνθρωπος - τοπία τώρα. Πώς αναρτάται λυρικά το μακρινό ρολόι μέσα από τα κενά που σχηματίζουν οι φυλωσσιές, πόσο μεταμορφώνονται οι σκιές κάθε που ανάβουν οι προβολείς των αυτοκινήτων... στο μαγαζί με τ'ανοιχτήρια-πούτσες και τα τσολιαδάκια παίζει Χαρούλα.
Όχι που θα την γλίτωνες σήμερα.


http://bit.ly/sgivZg









Το κάτι παραπάνω

Τρίτη 

Θα πηγαίνει κάθε Τρίτη. Θα υπομένει ηδονικά την υποτίμηση από το αρσενικό αρχέτυπο, από το σημαντικότερο πέος της ζωής της, το πατρικό. Θα του καθαρίζει, θα του σκουπίζει τα πιάτα, θα τον φροντίζει σαν γνήσιο γυναικείο χέρι με την ανοχή και την προσποίηση που αυτό αταβιστικά κουβαλάει.
Το πρώτο χαστούκι θα έρθει με την απόρριψη εντός σπιτιού. 
Καρτερικά θα τον οδηγήσει στο σούπερ μάρκετ ακολουθώντας τον. Η απόσταση που της κρατάει θα της βαραίνει την πλάτη, θα παρακαλάει για ένα βλέμμα του, για μία μονολεκτική απεύθυνση-στο μυαλό της ισοδύναμη με το ηδυπαθέστερο "ευχαριστώ".
Το δεύτερο χτύπημα θα έρθει με την άρνησή του ενώπιον τρίτων - με την άρνηση αυτού που την έσπειρε.
Το μόνο που θέλει είναι να εξαφανιστεί και να ενσωματωθεί στο πλήθος. Ζητά ωστόσο κραυγαλέα την απόλυτη αφοσίωση ενός, του πατέρα. 
Στο ολοκλήρωμα της κοινής μέρα τους, εκείνος θα δείξει σημάδια αποδοχής για το πλάσμα που "αναστέλλει το χρόνο και κάνει κατοχή στη μέρα του". Εκείνη θα φύγει το απόγευμα με το τρένο των 7 παρά.
Τα ξημερώματα της επόμενης Δευτέρας ο γέρος είναι μόνος και η κόρη του, ο μονάκριβός του Ζαν Πιέρ, μαχαιρωμένος από τον τελευταίο επί πληρωμή γαμιά της.

Τρίτη













Ημερονόμιο

Η ανάγκη να χωριστεί το πίσω μέρος του ταξί με μαύρο πλαστικό, να πηγαίνει άσκοπα γρήγορα και να παίζει δύσκολη jazz.

Τα 5 δευτερόλεπτα απόλυτου σκότους και δυνατού πιάνου στη Βρυσακίου.
(Οι επιθυμητές ώρες απόλυτου σκότους και αμετανόητα οδυνηρού πιάνου σε κάποιο δωμάτιο)

Οι σκισμένες μπλούζες, επειδή είχαν γιακά ικανό να πνίξει την ώρα του ύπνου.

Η άρυθμη κυκλική κίνηση των δαχτύλων γύρω από τα κουμπιά των αστικών. Το κατέβασμα σε λάθος στάση.

Το Πέρασμα

Το "χρειάζομαι αρκετές ώρες, για να μπορώ να αντιμετωπίσω την καινούρια μέρα κάθε πρωί" (ή κάπως έτσι) της μέτριας πια Ράντου.

Τα κίτρινα φώτα των πλοίων μέσα από το ροζ πέπλο του ξημερώματος, σαν διάτρητο δέρμα.


Αρκετά Νοέμβρης






Χόρευα κι άργησα

Το πρωί της δυσφορίας, λίγο πριν αρχίσει να εξαργυρώνει υποχρεώσεις, άκουσε κάτω από το μπαλκόνι το ακορντεόν να θυμίζει την οφειλή της φυγής.
Ζαλιζόταν, ήθελε μία κουβέρτα να καλύψει τα πόδια, ένα κίτρινο ήσυχο φως και ήχους γλυκού πόνου. Θα έκλεινε τα μάτια του όσο οδηγούσε και μέσα από την απόλυτη αθλιότητα θα αυτοανακηρυσσόταν εγκόσμιος άγιος τραγουδώντας.

http://bit.ly/taL9OV