Φύρα

Στον πάγκο με τις μπανάνες, ο πωλητής διαλέγει τις μισοσάπιες και τις πετάει σ' ένα καφάσι πίσω του. Ένας παππούς πλησιάζει, διαλέγει την πιο κανονική, την ξεφλουδίζει επί τόπου και την τρώει σαν το πιο λαχταριστό γλύκισμα.
Αν παρατηρούσες τα μάτια του την ώρα που την δάγκωνε, μπορούσες να κλαις για ώρες ζητώντας "συγγνώμη". Γιατί, από πού-ασήμαντο.
Τα ενοχικά-ηθικοπλαστικά τύπου "να ευγνωμονείς για το αυτονόητο" δεν αφορούν κανέναν. Το αυτονόητο είναι από την ετυμολογία του αναγκασμένο να υπάρχει.
Το ζήτημα είναι να μπορείς να τα βλέπεις όλα αυτά.
Αν μπορείς να ευχηθείς κάτι σ'εαυτόν, είναι να βλέπεις πάντα αυτόν τον παππού να τρώει σαν παιδάκι την μπανάνα. Μετά να κοιτάζεις τον εαυτό σου και να σε αναγνωρίζεις.

Αν μπορούσες να τον δεις...μόνο να μπορούσες να τον δεις. Δε θα σταμάταγες να κλαις.











Ματωμένα μωρά

Το γύρω προχωράει, εξελίσσεται, αποκτά ευέλικτα περιθώρια, που ανοίγουν με ζόρι για κάποια "θέλω" εύκολα ελαστικά. Τράβα το λαστιχάκι και χτύπα το στο δέρμα σου.
Με την ίδια ορμή θα σου τα πετάξει πίσω, γιατί τα δέχτηκε με ζόρι.

[2:31] 
Η κατάφαση στο ιδιαίτερο, η ανοχή για το διεστραμμένο, το λάθος μέχρι το σημείο που δεν ξύνει όριο. Ανοιχτό μυαλό και αγακαλιά για το δίωρο. Εδώ θα έρθει η ενοχλητική διπόλα, που θα παρατηρήσει το εξέχον κορδόνι από την εν δυνάμει άρτια εικόνα του παντελονιού. Τι κρίμα. Α, ναι πέθανε κι εκείνη η γυναίκα. Τρομερό. Προσπαθείς να συντονίσεις το κεφάλι σου με τον γύρω ρυθμό και αδυνατείς λόγω αϋπνίας.
Εντάξει, σήμερα έχεις δικαιολογία, αλλά αύριο θα πρέπει. Θα πρέπει να μπορείς να το ξεχάσεις.
[2:38]
Σου χαρίζεις ένα διάλειμμα από το αβάσταχτο παν. Αφήνεις τις δράσεις να εξελίσσονται, υποθετικά θρηνώντας για την έλλειψή σου, κι εσύ ρουφάς καφέ ή τρως ξανά και ξανά νοσταλγώντας το ανέγγιχτο, το ευλογημένα μετέωρο. Τσιγάρο και είσαι κοντά στο συντονισμό, μπορείς ν'αντιμετωπίσεις από το πιο φιλικό κλάμα μέχρι το πιο εχθρικό γέλιο.
Τελικά το θέμα είναι να κερδίσεις τα λίγα λεπτά της ευθυγράμμισης, άρα λυμένο.
[2:43]
Το ακούς ή το θυμάσαι και μπορείς να σκύψεις τραβώντας τα μαλλιά σου, χαρίζοντας τις κραυγές σου στο χλευασμό τους.
(Αυτό, που τελευταία συνεχίζεις να κοιτάς κάθε άγνωστο για αρκετή ώρα μετά την κατασκευή της ιστορίας του. Εκτίθεσαι, αλλά δεν μπορείς να βοηθηθείς. Η ανάγκη σου για απασχόληση νικάει τη συνήθεια να περνάς μέσα από το πλήθος σαν σαΐτα και χαλαρώνεις, αφήνεσαι)
Να ξεσπάσεις σε χρόνο απρόσμενο εξωτερικά μα τόσο προετοιμασμένο από το εργοστάσιο της οδύνης. Να μιλήσεις σπασμωδικά για το βάρος της κάθε κίνησης, να αποδίδεις αριστοτεχνικά το αδιέξοδο, αλλά να ζωγραφίζεις με αόρατο μελάνι. Μελάνι που θα το δει κάποιος μόνο όταν έρθει στο ύψος του χαρτιού και παίξει κωδικά με τη διάθλαση.
[2:51]
Φυσικά όλο αυτό είναι άγνωστο-ε; Είναι η αλλαγή του μέσα, η προσπάθεια να ενσωματώσεις πιθανές κλινικές συμπεριφορές και να δεις την ομορφιά του γκρεμού.
Όταν θα τρίξει, κάτσε πίσω. Αυτός έχει μάθει να χάνει κομμάτια και να διαλύεται.
Ν' αφήνει αυτά που περισσεύουν. Όταν θα μάθεις να κινείσαι με τους χρόνους της κατολίσθησης, θ' ακούσεις "καλωσήρθες στο σήμερά μου".

[2:55]




[3:19]