Παπάδες, ράσα και κυρίες στη λάσπη

"Επί 38' παγιδευμένη στο αυτοκίνητο, στη Βασιλίσσης Σοφίας. Ναι, 38' μεταξύ Χίλτον και Λουκιανού, απ'όπου την κάνω άπρακτη. Έχασα το ραντεβού μου στο Σύνταγμα. 
Αλλά όχι. Η ζωή παραμένει γλυκιά, τρικυμιώδης, ωραία. Ας σκεφθώ κάτι ευχάριστο. Ευχάριστο και φρέσκο [...] Τον πρέσβη της Γαλλίας, κύριο Αρνό. 
Κάθε νέα χρονιά μας προσκαλεί για τις ευχές. Διατυπωμένες σε υποδειγματικά ελληνικά. Συγκινούμαι παγίως από τον επαγγελματισμό και τη βούληση για άρτια επικοινωνία. Συγκινήθηκα και από το περιεχόμενο. Έξοχα, εξοχότατε!" γράφει η Μαρία Χαραμή* κι εσύ θες να της απαντήσεις ρητορικά "κελαηδάει το μουνί σου, μωρή;", γιατί είναι άλλη μία τύπισσα, που κοιμάται αγκαλιά με Hotelier και γλυκόξινη γεύση από τη ναξιώτικη γραβιέρα παλαίωσης.
Σε ένα στακάτο σήμερα, με πείνες και άδειες τσέπες αυτά τα κείμενα γίνονται κωλόχαρτα αβλεπί. Εκτός αν το πάρεις ανάποδα και θυμηθείς το φυλαγμένο σου εισιτήριο από το πρώτο σινεμά με την παρέα. Όλοι έχουμε ροπές στο περιττό, σε αυτό που πέφτει στη μούρη σου ποτέ μέσα στο 24ωρο, παρά μόνο το δίλεπτο πριν κοιμηθείς.
Ηλιοβασιλέματα, παλιά (αστεία σήμερα) ποιήματα, κρατημένα χαρτιά περιτυλίγματος από δώρα που έχουν πια χαθεί, εκείνη η φωτογραφία, αρώματα της ανάμνησης.
Στριμωγμένος σαν ποντίκι στο λεωφορείο και σου'ρχεται το μπαλκόνι στη Φολέγανδρο με το αποκλειστικό του "χαλί"Πρέπει να βγάλεις 3.000 λέξεις σε μία ώρα και σου χαρίζεις ένα τρίλεπτο με την υψηλή σου μουσική, τα ακριβά κομμάτια.
Η εμμονή για ορθογραφημένα ελληνικά ως μόνη άμυνα απέναντι στην εντροπία των πάντων, αν ψάχνεις τίτλο.
Ένας μύλος, που σε κάθε του γύρισμα περιμένει να μπεις στο κενό βαγόνι, να κάνεις μισό κύκλο και να συντρίψει τη μούρη σου στο χώμα φτάνοντας χαμηλά. Θα σωθείς, αν κάτσεις και ξεχαστείς με το μουσικό κουτάκι που βγάζει Σούμπερτ και δε σε αφήνει να κοιτάς αλλού. Συνέχισε να γυρίζεις τη μανιβέλα του και σκέψου τι μπορεί να αναπαριστούν οι σχηματισμοί των πουλιών όταν πετούν ομαδικά.
Μην ψάξεις την τσέπη σου-πέθανες.



(Η Χαραμή μπορεί να έκλαιγε με το παιδάκι που της έπλυνε το τζάμι στο 27') 
*ΒΗΜagazino,27-2-2011,Savoir vivre  

http://bit.ly/mvjWBX






Ευχαριστώ, εγώ

(Είναι ωραίο να ξεμπλοκάρει το χέρι και να τρέχεις)

Τέλος εποχής, κατοχής δικαιολογίας για το "κάθε μέρα".
Θα χαρείς για την elite που εντάσσεσαι, θα κάνεις όνειρα δημιουργίας και συναρπαστικά ενωμένων ελληνικών, άγγιγμα ορίων αλλά με φόβο πως αυτά ανήκουν μόνο στο κεφάλι σου.
Πρώτη μέρα, ανοίγεις την πόρτα προφητικά καθυστερημένα και κάθεσαι περιμένοντας. Αυτοί, εσένα.
Ξεκινάει να μιλά και σου φαίνεται πιο σωστό και από το νερό.
"Φεύγεις" σε κάθε της αφετηρία αφήγησης, τα κιλά σου είναι πίσω, μαζί με τα τρωτά και νιώθεις όσο όμορφος και ελαφρύς δε θα υπάρξεις ποτέ.
Κανένα παράταιρο πέταγμα-για περίσσευμα ούτε λόγος. Πείθεσαι πως είσαι σε σωστό χωρικό σημείο το σωστό δικό σου χρονικό. Και την ακολουθείς.
Πιστά, τυφλά, αμείωτα. Όπως κανέναν μέχρι σήμερα.
Θες να φύγεις μαζί της, να συγκατοικήσετε, να την ακούς να σου μιλάει για όσα αξίζει να λέγονται. Τα υπόλοιπα ας πεθάνουν πριν αρχίσουν οι συλλαβές.
Να είστε εκεί μόνο για τα υψηλά.
Επίπονα υψώνεις το χέρι σου και κόβεις την άγια σειρά.
Χαμογελάει. Με νεύμα αξίας. Με συμφωνία ηδονική. Το χαμόγελο δεν είναι αρκετό, πρέπει ν'αρχίσεις να ίπτασαι, για να γίνει κατανοητή η πληρότητα.
Κάθε μεσημέρι να φεύγεις μηρυκάζοντας και να ευχαριστείς τη ζωή για το πρωινό μεγαλείο.
Και την ακολουθείς. Με ένα πάντα αδικαιολόγητο, θλιβερό διάλειμμα.
Φτάνετε μαζί στο τέλος και σου χαρίζει την ύπαρξή σου σε μερικά σεμινάρια.
Τρία βιβλία, μία ταινία, άσματα παραίτησης και διαφορετικά "είναι".
Να σε δέχεται όσο παράδοξα θες. Να υπάρχει ταίρι στο μέχρι σήμερα καταραμένο κεφάλι.
Τέσσερα χρόνια, μία γυναίκα. Άσχημη, κακόγουστη, ερωτεύσιμη.

Κυρία Έλλη, ένα ειλικρινές "ευχαριστώ" για την τροφή που δε θα σταματήσω ποτέ να μασάω.
Κι αυτά τα πρωινά, στην Καλαμιώτου Α', που δε θα μπορώ να ξεχαστούν.

Α.Μ.








Παγκόσμιο θέατρο

[...]
ΖΑΝ : Είναι πολύ αργά. Πάρα πολύ αργά. Κάνει κρύο. Το τοπίο δεν είναι το ίδιο. Άλλαξε. Σαν η ελπίδα χαθεί, πώς αλλάζουν όλα! (Κοιτάζει γύρω του.)
Νάτες ξαναπρόβαλλαν πάλι οι παράξενες θλιβερές κοιλάδες της εφιαλτικής πραγματικότητας. Θαρρώ πως ξαναβλέπω τις έρημες πεδιάδες, και τα στεκάμενα νερά πέρα μέχρι που το βλέμα σου... Και να ήταν μόνο αυτό. Τώρα χτυπάει και η καρδιά μου σαν λαβωμένο ζώο. Μου ξεσκίζει με τα νύχια τις σάρκες μέσα στην αγωνία της... Το στομάχι μου απύθμενο βάραθρο. Το στόμα μου γκρεμός που το κατατρώνε οι φλόγες.
Δίψα και πείνα... Διψάω και πεινάω... (Πηγαίνει μια προς τον ένα φύλακα, μια προς τον άλλο, άλλοτε τους πιάνει και τους δύο απ'τα χέρια ή απ'την πλάτη.)
Ω! Αδερφές μου! Αγαπημένες μου φιλενάδες! Αν μπορούσα τουλάχιστον να ξαναβρώ το παλιό μου καταφύγιο, εκεί ήμουν από κάθε άποψη, τόσο καλά προστατευμένος, μέσα στην κούραση που ένιωθα για τη ζωή, κλεισμένος από αδιαπέρατους τοίχους μέσα στο φόβο του θανάτου...

ΠΡΩΤΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ : ...Και όπου είστε βολικά χουζουρεμένος στη μετριότητά σας...
Μας τα ξανάπατε. Ποιος σας είπε να παρατήσετε το σπιτάκι σας;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ : Γιατί δεν κάνετε κι εσείς σαν κι εμάς; Όπως κάνει όλος ο κόσμος;

ZAN : [...] Τι ανόητος, πίστευα πως είχα ξεπεράσει τα πάντα. Είναι σίγουρο.
Το παραδέχομαι, δεν μου μένει κανένας λόγος να συνεχίσω να ζω. Για να ζήσω γύρεψα να ανακαλύψω το παράλογο, γαντζώθηκα πάνω του και κομμάτιασα τις σάρκες μου...
Τα φτωχά μου τα χέρια...
[...]
Ευγένιος Ιονέσκο, "Η ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ Η ΔΙΨΑ"









Για μπλε, κόβει




Καρφωτή στο βυθό και το ρούχο να πλέει
Καρφωτή, εδώ κάτω· μα ποιος αναπνέει
Μια βουτιά
καρφωτή στο βυθό,
απλωτή στο κενό


Καρφωτή μια ζωή και ο τοίχος κρατάει
Η ταχύτητα αυτή, πού με πάει
Με τραβάει και με πάει
καρφωτή στο γκρεμό,
μια ζωή στο φτερό


http://bit.ly/lTm7pe