Παγκόσμιο θέατρο

[...]
ΖΑΝ : Είναι πολύ αργά. Πάρα πολύ αργά. Κάνει κρύο. Το τοπίο δεν είναι το ίδιο. Άλλαξε. Σαν η ελπίδα χαθεί, πώς αλλάζουν όλα! (Κοιτάζει γύρω του.)
Νάτες ξαναπρόβαλλαν πάλι οι παράξενες θλιβερές κοιλάδες της εφιαλτικής πραγματικότητας. Θαρρώ πως ξαναβλέπω τις έρημες πεδιάδες, και τα στεκάμενα νερά πέρα μέχρι που το βλέμα σου... Και να ήταν μόνο αυτό. Τώρα χτυπάει και η καρδιά μου σαν λαβωμένο ζώο. Μου ξεσκίζει με τα νύχια τις σάρκες μέσα στην αγωνία της... Το στομάχι μου απύθμενο βάραθρο. Το στόμα μου γκρεμός που το κατατρώνε οι φλόγες.
Δίψα και πείνα... Διψάω και πεινάω... (Πηγαίνει μια προς τον ένα φύλακα, μια προς τον άλλο, άλλοτε τους πιάνει και τους δύο απ'τα χέρια ή απ'την πλάτη.)
Ω! Αδερφές μου! Αγαπημένες μου φιλενάδες! Αν μπορούσα τουλάχιστον να ξαναβρώ το παλιό μου καταφύγιο, εκεί ήμουν από κάθε άποψη, τόσο καλά προστατευμένος, μέσα στην κούραση που ένιωθα για τη ζωή, κλεισμένος από αδιαπέρατους τοίχους μέσα στο φόβο του θανάτου...

ΠΡΩΤΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ : ...Και όπου είστε βολικά χουζουρεμένος στη μετριότητά σας...
Μας τα ξανάπατε. Ποιος σας είπε να παρατήσετε το σπιτάκι σας;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ : Γιατί δεν κάνετε κι εσείς σαν κι εμάς; Όπως κάνει όλος ο κόσμος;

ZAN : [...] Τι ανόητος, πίστευα πως είχα ξεπεράσει τα πάντα. Είναι σίγουρο.
Το παραδέχομαι, δεν μου μένει κανένας λόγος να συνεχίσω να ζω. Για να ζήσω γύρεψα να ανακαλύψω το παράλογο, γαντζώθηκα πάνω του και κομμάτιασα τις σάρκες μου...
Τα φτωχά μου τα χέρια...
[...]
Ευγένιος Ιονέσκο, "Η ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ Η ΔΙΨΑ"