(Είναι ωραίο να ξεμπλοκάρει το χέρι και να τρέχεις)
Τέλος εποχής, κατοχής δικαιολογίας για το "κάθε μέρα".
Θα χαρείς για την elite που εντάσσεσαι, θα κάνεις όνειρα δημιουργίας και συναρπαστικά ενωμένων ελληνικών, άγγιγμα ορίων αλλά με φόβο πως αυτά ανήκουν μόνο στο κεφάλι σου.
Πρώτη μέρα, ανοίγεις την πόρτα προφητικά καθυστερημένα και κάθεσαι περιμένοντας. Αυτοί, εσένα.
Ξεκινάει να μιλά και σου φαίνεται πιο σωστό και από το νερό.
"Φεύγεις" σε κάθε της αφετηρία αφήγησης, τα κιλά σου είναι πίσω, μαζί με τα τρωτά και νιώθεις όσο όμορφος και ελαφρύς δε θα υπάρξεις ποτέ.
Κανένα παράταιρο πέταγμα-για περίσσευμα ούτε λόγος. Πείθεσαι πως είσαι σε σωστό χωρικό σημείο το σωστό δικό σου χρονικό. Και την ακολουθείς.
Πιστά, τυφλά, αμείωτα. Όπως κανέναν μέχρι σήμερα.
Θες να φύγεις μαζί της, να συγκατοικήσετε, να την ακούς να σου μιλάει για όσα αξίζει να λέγονται. Τα υπόλοιπα ας πεθάνουν πριν αρχίσουν οι συλλαβές.
Να είστε εκεί μόνο για τα υψηλά.
Επίπονα υψώνεις το χέρι σου και κόβεις την άγια σειρά.
Χαμογελάει. Με νεύμα αξίας. Με συμφωνία ηδονική. Το χαμόγελο δεν είναι αρκετό, πρέπει ν'αρχίσεις να ίπτασαι, για να γίνει κατανοητή η πληρότητα.
Κάθε μεσημέρι να φεύγεις μηρυκάζοντας και να ευχαριστείς τη ζωή για το πρωινό μεγαλείο.
Και την ακολουθείς. Με ένα πάντα αδικαιολόγητο, θλιβερό διάλειμμα.
Φτάνετε μαζί στο τέλος και σου χαρίζει την ύπαρξή σου σε μερικά σεμινάρια.
Τρία βιβλία, μία ταινία, άσματα παραίτησης και διαφορετικά "είναι".
Να σε δέχεται όσο παράδοξα θες. Να υπάρχει ταίρι στο μέχρι σήμερα καταραμένο κεφάλι.
Τέσσερα χρόνια, μία γυναίκα. Άσχημη, κακόγουστη, ερωτεύσιμη.
Κυρία Έλλη, ένα ειλικρινές "ευχαριστώ" για την τροφή που δε θα σταματήσω ποτέ να μασάω.
Κι αυτά τα πρωινά, στην Καλαμιώτου Α', που δε θα μπορώ να ξεχαστούν.
Τέλος εποχής, κατοχής δικαιολογίας για το "κάθε μέρα".
Θα χαρείς για την elite που εντάσσεσαι, θα κάνεις όνειρα δημιουργίας και συναρπαστικά ενωμένων ελληνικών, άγγιγμα ορίων αλλά με φόβο πως αυτά ανήκουν μόνο στο κεφάλι σου.
Πρώτη μέρα, ανοίγεις την πόρτα προφητικά καθυστερημένα και κάθεσαι περιμένοντας. Αυτοί, εσένα.
Ξεκινάει να μιλά και σου φαίνεται πιο σωστό και από το νερό.
"Φεύγεις" σε κάθε της αφετηρία αφήγησης, τα κιλά σου είναι πίσω, μαζί με τα τρωτά και νιώθεις όσο όμορφος και ελαφρύς δε θα υπάρξεις ποτέ.
Κανένα παράταιρο πέταγμα-για περίσσευμα ούτε λόγος. Πείθεσαι πως είσαι σε σωστό χωρικό σημείο το σωστό δικό σου χρονικό. Και την ακολουθείς.
Πιστά, τυφλά, αμείωτα. Όπως κανέναν μέχρι σήμερα.
Θες να φύγεις μαζί της, να συγκατοικήσετε, να την ακούς να σου μιλάει για όσα αξίζει να λέγονται. Τα υπόλοιπα ας πεθάνουν πριν αρχίσουν οι συλλαβές.
Να είστε εκεί μόνο για τα υψηλά.
Επίπονα υψώνεις το χέρι σου και κόβεις την άγια σειρά.
Χαμογελάει. Με νεύμα αξίας. Με συμφωνία ηδονική. Το χαμόγελο δεν είναι αρκετό, πρέπει ν'αρχίσεις να ίπτασαι, για να γίνει κατανοητή η πληρότητα.
Κάθε μεσημέρι να φεύγεις μηρυκάζοντας και να ευχαριστείς τη ζωή για το πρωινό μεγαλείο.
Και την ακολουθείς. Με ένα πάντα αδικαιολόγητο, θλιβερό διάλειμμα.
Φτάνετε μαζί στο τέλος και σου χαρίζει την ύπαρξή σου σε μερικά σεμινάρια.
Τρία βιβλία, μία ταινία, άσματα παραίτησης και διαφορετικά "είναι".
Να σε δέχεται όσο παράδοξα θες. Να υπάρχει ταίρι στο μέχρι σήμερα καταραμένο κεφάλι.
Τέσσερα χρόνια, μία γυναίκα. Άσχημη, κακόγουστη, ερωτεύσιμη.
Κυρία Έλλη, ένα ειλικρινές "ευχαριστώ" για την τροφή που δε θα σταματήσω ποτέ να μασάω.
Κι αυτά τα πρωινά, στην Καλαμιώτου Α', που δε θα μπορώ να ξεχαστούν.
Α.Μ.