Υπερθέαμα στο στερέωμα

Από πάνω σου κρεμασμένα κουκούλια και στη άκρη του τραπεζιού ένα ξύλινο, πρόχειρα μυτερό κοντάρι, χοντροδουλεμένο. Κάποια από τα κρεμάμενα έχουν αίμα και κάποια άλλα παγωμένη χρυσόσκονη, που θα πονέσει λίγο με το πρώτο πέσιμο. Η λαχτάρα σου να δοκιμάσεις την τύχη σου με το καθένα σε κάνει να ξεχνάς το συρματόσχοινο που έχει εισχωρήσει στο πόδι σου, όσο σέρνεσαι πάνω στο τραπέζι. Έχει ξεκολλήσει ένα κομμάτι δέρμα από το μπροστινό μέρος πάνω από τον αστράγαλο, αλλά αδιαφορείς όσο και για τα σπασμένα νύχια σου. Τα δάχτυλα ματώνουν στην προσπάθεια να γατζωθείς πάνω στο ξύλο με την ανίκανη στρογγυλή μαλακή σάρκα. Μάταια. Το πόδι σου κόβεται σε τρία κομμάτια και συνεχίζεις με το χαμηλότερο. Κρατάς στο χέρι την πατούσα σου και αφήνεις πίσω τα υπόλοιπα.
Φτάνεις το κοντάρι και κάνεις εκείνους τους ελάχιστους μαθηματικούς συνδυασμούς που είσαι ικανός, προσπαθώντας να κατεβάσεις όλες τις χρυσόσκονες και μόνο. Το πιάνεις, σου πληγώνουν ακίδες τα χέρια, χτυπάς με μανία ένα παρά ένα τα κουκούλια.
Πέφτουν μόνο τα αίματα.
Γέλιο.
Ένα χαμογελαστό κορίτσι ψιλοκρυμμένο με μαύρα μικρά ρούχα σε έβλεπε. Πίσω της πλήθος σκιών:άλλες πιο μπροστά,άλλες ακίνητες και άλλες αποχωρούν. Και λίγοι φωτισμένοι που αναγνωρίζονται. Αυτοί αυξάνονται παράλληλα με τον ρυθμό που το αίμα τρέχει από το πόδι σου. Φοράς το παλτό και ζητάς στο κοριτσάκι να έρθει μαζί σου. Σε ακολουθεί αλλά το στήσιμό της δείχνει τη διάθεση για απόσταση.
Προσποιείσαι πως έχεις το πόδι σου, κοιτάς πίσω υποτιμητικά ικετευτικά και ξεκίνησες.


http://bit.ly/h3P7Hk








Απώλειες

Ο Αντρέι Αντρέγεβιτς Μιάσοφ αγόρασε στη λαϊκή ένα φιτίλι και πήρε το δρόμο για το σπίτι του.
Εκεί που πήγαινε, ο Αντρέι Αντρέγεβιτς έχασε το φιτίλι και πέρασε από ένα μπακάλικο για ν'αγοράσει εκατόν πενήντα γραμμάρια λουκάνικο Πολτάβας. Στη συνέχεια, ο Αντρέι Αντρέγεβιτς πέρασε από έναν γαλακτοκομικό συνεταιρισμό κι αγόρασε ένα μπουκάλι κεφίρ, έπειτα ήπιε στα όρθια ένα ποτηράκι κβας και στήθηκε στην ουρά για να αγοράσει εφημερίδα. Η ουρά ήταν πολύ μεγάλη κι ο Αντρέι Αντρέγεβιτς περίμενε όχι λιγότερο από είκοσι λεπτά, όταν όμως είχε φτάσει στον εφημεριδοπώλη, πουλήθηκε κάτω απ'τη μύτη του η τελευταία εφημερίδα.
Ο Αντρέι Αντρέγεβιτς στάθηκε για λίγο μην ξέροντας τι να κάνει και κατόπιν κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, μόνο που στο δρόμο έχασε το κεφίρ και πήγε στο φούρνο ν'αγοράσει ένα γαλλικό φραντζολάκι, αλλά έχασε το λουκάνικο Πολτάβας.
Ο Αντρέι Αντρέγεβιτς αποφάσισε τότε να πάει ίσια στο σπίτι του, στο δρόμο όμως έπεσε, έχασε το γαλλικό φραντζολάκι κι έσπασε τα ματογυάλια του.
Ο Αντρέι Αντρέγεβιτς έφτασε στο σπίτι του πολύ κακόκεφος κι έπεσε αμέσως να κοιμηθεί, αλλά για πολλή ώρα δεν τον έπαιρνε ύπνος και, όταν τελικά αποκοιμήθηκε, ονειρεύτηκε ότι είχε χάσει την οδοντόβουρτσά του και καθάριζε τα δόντια του με κάποιου είδους κηροπήγιο.

Δανιήλ Χαρμς, "ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ"









Φτωχοδιάβολοι



[...]
Πείνα μου μοιραία,ζήλεια μου ρομφαία
Μπήκα σ' ένα τρένο πίσω δεν κοιτούσα,
μέσα μου πετούσα,ψήλωσα δυο πόντους



[...]
Σκούριασαν τα χέρια,βρήκα άλλους τρόπους
Είπα να χαθώ,το τέλος μου να βάλω...
Λίγο ακόμα επάνω,τρέλα μου,σε φτάνω



Ζήνωνος.
Μέχρι Ζήνωνος έφτανε









Αυλαία και πάνε

Το αμάξωμα παραλείπεται και πες μου εσύ, πού βρίσκεσαι σε σχέση με το δρόμο. Περίπου 10 εκατοστά πιο πάνω, να κινείσαι παράλληλα και συνεχώς, δημιουργώντας τον εαυτό σου μέσα από λέξεις και νοητές κατασκευές.
Η μόνη φορά που δρας σε τέτοιο ύψος από το έδαφος, πιο χαμηλά από το "καθιστός", ελάχιστα πιο ψηλά από το "ξαπλωμένος".
Η προσγείωση σαν αίσθηση και επιθυμία.
Να νιώθεις την κίνηση, το κάθε άλμα και μέσα από την παρακολούθηση του συνεχούς μπροστά, να τρέχεις με χρόνια και αλλαγές.


Στην "επιστροφή" είναι ένα τζάμι.
Σαν τους καθρέφτες των ξενοδοχείων ή των θεάτρων.
Αυτοί δεν είναι σαν των σπιτιών. Ο καθρέφτης σπιτιού είναι πολυσυλλεκτική κορνίζα. Δείχνει αγαπημένα πρόσωπα σε πρόοδο ζωής και εικόνας τους και μπορεί καίτοι υλικό να έχει αναμνήσεις. Οι άλλοι όχι. Έχουν αποτυπώσει τόσα πρόσωπα, τόσα χαμόγελα, δάκρυα, κραυγές και συνειδητοποιήσεις ασχήμιας που ξερνάνε ανθρώπους. Κομμάτια γυαλιού δίχως διάθεση για μνήμη. Κομμάτι γυαλιού κι αυτό.
Επιστροφή στο ταχύμετρο. Στο καθημερινό. Και εκεί ζητάς έναν τοίχο, να στηριχτείς, να σηκώσεις το ένα πόδι σου για καλύτερη ισορροπία και να αρχίσεις να βγάζεις κορώνες εντυπωσιασμού. Να δηλώνεις την ψυχή σου μέσα από αύξηση έντασης, μόνο και μόνο για να σε κοιτάξουν.
Με την ελπίδα να σε κοιτάξουν.
Με την ελπίδα κάποιοι από όσους κοιτάξουν να καταλάβουν και τις σπασμωδικές κινήσεις των χεριών σου, που συνοδεύουν την κραυγή. Τα λόγια σου, δηλαδή. Και εκεί συνειδητοποιείς πως τραγουδάς μάλλον μόνος.
Το φως του προβολέα  σε φωτίζει τόσο δυνατά που μόνο τον εαυτό σου μπορείς να αντιληφθείς και να βασιστείς, όπως είπε κάποτε κάποιος πάνω από μία αχνίζουσα μολόχασυνεχίζοντας:"το πρόβλημα είναι ένα μονόπρακτο, που το βγάζεις σε πέρας μόνος σου. Αν υπάρχει κοινό, όλα καλά. Ακόμα καλύτερα, αν κάποιος έρθει και σε βρει στα παρασκήνια, για να σε συγχαρεί. Αλλά μόνος σου".

Και ξέρεις, το καλύτερο κοινό είναι αυτό που δεν επιβραβεύει ούτε αποδοκιμάζει. Είναι εκεί και βιώνει τα μονόπρακτά σου στωικά, περιμένοντας να έρθει μετά το τέλος, όταν οι άλλοι θα είναι σπίτι τους με ήσυχες διαθέσεις.
Θα έρθει τη στιγμή της απόσυρσης και θα φύγει μαζί σου χωρίς απαραίτητα να μιλήσει. Αυτό το κοινό σε "έπιασε".
Τώρα, μπορείς να φύγεις. Όποτε και ανακουφισμένα αφού τα έχεις αντικρύσει όλα.
Ο μόνος λόγος που είχες για να παλέψεις να δεις την πραγματικότητα στις διαστάσεις της, είναι για να την παρατήσεις μετά.
Παραιτείσαι όταν την βιώνεις και βιώνεται μόνο για να δραπετεύσεις. 
Προσπαθώντας να αποτυπώνεις την αιώνια σύγχυση, με σκοπό να τα βάλεις όλα σε μία τάξη καταλαβαίνεις πως μοναδική θέση τους είναι το άτακτο. Επιστροφή στην αθωότητα, λοιπόν, αλλά εγνωσμένα. Αισθήσεις, σκέψεις από την αρχή όχι με ανωριμότητα ξεκινήματος αλλά με την επώδυνη γνώση της επιτηδευμένης επανεκκίνησης.











Μια Κυριακή πρωί,πάρ'το δυτικά

[...] Άναψα τσιγάρο και σκέφτηκα πως τελικά ευτυχισμένοι, ειδικά τις Κυριακές, είναι μονάχα οι εραστές και η αγάπη, όταν ταξιδεύουν. Όταν διαβιούν σε αιώνιο τράνζιτ είτε σε κουβούκλια μικρών αυτοκινήτων είτε σε σταθμούς ΚΤΕΛ. 
Τίποτα άλλο δεν υπάρχει σε αυτούς τους σκοτεινούς, άγραφους και φοβισμένους καιρούς. Μόνο χιλιόμετρα και φιλιά [...]*
   
Και το ουρλιαχτό της στο 2:20. Με κλάμα μόνο.

*(Τσιτσόπουλος,SOUL # 50)







Το όνειρο

Ο Καλούγκιν αποκοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε ότι καθόταν σε κάτι θάμνους και δίπλα απ'τους θάμνους περνούσε ένας αστυνόμος.
Ο Καλούγκιν ξύπνησε, έξυσε το στόμα του και ξανακοιμήθηκε και στον ύπνο του αυτήν τη φορά είδε ότι περπατούσε πλάι σε κάτι θάμνους και στους θάμνους καθόταν κρυμμένος ένας αστυνόμος.
Ο Καλούγκιν ξύπνησε, έβαλε κάτω απ'το κεφάλι του την εφημερίδια για να μη μουσκεύει με τα σάλια του το μαξιλάρι και ξανακοιμήθηκε, κι ονειρεύτηκε πάλι ότι καθόταν σε κάτι θάμνους και δίπλα απ'τους θάμνους περνούσε ένας αστυνόμος.
Ο Καλούγκιν ξύπνησε,άλλαξε την εφημερίδα, ξάπλωσε και ξανακοιμήθηκε. Ξανακοιμήθηκε και ξαναονειρεύτηκε ότι περπατούσε πλάι σε κάτι θάμνους και μες στους θάμνους καθόταν ένας αστυνόμος.
Εκείνη τη στιγμή ο Καλούγκιν ξύπνησε και αποφάσισε να μην κοιμηθεί άλλο, αλλά αμέσως τον ξαναπήρε ο ύπνος και ονειρεύτηκε ότι καθόταν πίσω από έναν αστυνόμο κι από δίπλα τους περνούσαν κάτι θάμνοι.
Ο Καλούγκιν έβγαλε μια φωνή και βάλθηκε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του, αλλά δεν κατάφερε να ξυπνήσει.
Ο Καλούγκιν κοιμήθηκε τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες και την πέμπτη μέρα ξύπνησε τόσο αδυνατισμένος, που χρειάστηκε να δέσει τις μπότες στα πόδια του με σπάγκο για να μην του βγαίνουν. Στο φούρνο, όπου ο Καλούγκιν αγόραζε πάντα σταρένιο ψωμί, δεν τον αναγνώρισαν και του πάσαραν ψωμί από σίκαλη.
Και η επιτροπή υγιεινής, που πήγαινε από διαμέρισμα σε διαμέρισμα και είδε τον Καλούγκιν, τον βρήκε ανθυγιεινό και καθ'όλα άχρηστο και πρόσταξε τους επιστάτες να τον πετάξουν μαζί με τα σκουπίδια.
Δίπλωσαν τον Καλούγκιν στα δυο και τον πέταξαν σαν σκουπίδι.

Δανιήλ Χαρμς, "ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ"







In the flesh / Τέλος εποχής (πάροδος)

Το είχες αναφέρει κάποτε με τη φρικτή συνειδητοποίηση του βάρους του. Με τη μη συνειδητοποίηση της πιθανής αναστροφής του, όμως. Επιτόπου αναστροφής: η αίσθηση που προσπαθείς να μετατρέψεις από ανείπωτο σε (γρ)απτό, ζωή τώρα.
Νιώθεις πως βρίσκεσαι πριν την αποκάλυψη ενός μικρού καταραμένου θεού που θα σε διαλύσει. Ότι ο προσωπικός σου κομμός έρχεται. Και ανυπολόγιστους χρόνους μετά βλέπεις, πως η κορδέλα του προσωπικού σου τερματισμού δεν κόπηκε.
Πήδηξες και πέρασες από πάνω της ή έσκυψες και δεν την τεμάχισες. Τρέχεις ακόμα μπροστά-η φόρα σου δεν σε αφήνει να σταματήσεις και σου μένει μόνο να κοιτάς προς τα πίσω. Να βλέπεις το σημείο του -έπρεπε- τέλους σου ανέπαφο.
Πόσο λάθος. Μετά από αυτό το διάστημα όλα είναι λάθος.
Ο χρόνος, ο χώρος, τα πρόσωπα έρχονται από το πουθενά.
Από αυτό που θα έπρεπε να μην υπήρχε.
Δύσκολα παράξενες μέρες.
Μέχρι που έρχεται η ανανέωση. Η αίσθηση που χρειαζόσουν, για να πειστείς ότι δεν ήταν η τελευταία κορδέλα που είδες να σε πλησιάζει.
Θέλεις η άλλη ν'αργήσει. Ή όταν έρθει, να είναι η τελική.
Αλήθεια ; Δεν μπορείς να τελειώσουν.


"Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του ο άνθρωπος, συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. 
Δεν υπάρχει μοίρα, που να μη νικιέται με την περιφρόνηση".

[Albert Camus,Ο Μύθος του Σίσυφου]