Αυλαία και πάνε

Το αμάξωμα παραλείπεται και πες μου εσύ, πού βρίσκεσαι σε σχέση με το δρόμο. Περίπου 10 εκατοστά πιο πάνω, να κινείσαι παράλληλα και συνεχώς, δημιουργώντας τον εαυτό σου μέσα από λέξεις και νοητές κατασκευές.
Η μόνη φορά που δρας σε τέτοιο ύψος από το έδαφος, πιο χαμηλά από το "καθιστός", ελάχιστα πιο ψηλά από το "ξαπλωμένος".
Η προσγείωση σαν αίσθηση και επιθυμία.
Να νιώθεις την κίνηση, το κάθε άλμα και μέσα από την παρακολούθηση του συνεχούς μπροστά, να τρέχεις με χρόνια και αλλαγές.


Στην "επιστροφή" είναι ένα τζάμι.
Σαν τους καθρέφτες των ξενοδοχείων ή των θεάτρων.
Αυτοί δεν είναι σαν των σπιτιών. Ο καθρέφτης σπιτιού είναι πολυσυλλεκτική κορνίζα. Δείχνει αγαπημένα πρόσωπα σε πρόοδο ζωής και εικόνας τους και μπορεί καίτοι υλικό να έχει αναμνήσεις. Οι άλλοι όχι. Έχουν αποτυπώσει τόσα πρόσωπα, τόσα χαμόγελα, δάκρυα, κραυγές και συνειδητοποιήσεις ασχήμιας που ξερνάνε ανθρώπους. Κομμάτια γυαλιού δίχως διάθεση για μνήμη. Κομμάτι γυαλιού κι αυτό.
Επιστροφή στο ταχύμετρο. Στο καθημερινό. Και εκεί ζητάς έναν τοίχο, να στηριχτείς, να σηκώσεις το ένα πόδι σου για καλύτερη ισορροπία και να αρχίσεις να βγάζεις κορώνες εντυπωσιασμού. Να δηλώνεις την ψυχή σου μέσα από αύξηση έντασης, μόνο και μόνο για να σε κοιτάξουν.
Με την ελπίδα να σε κοιτάξουν.
Με την ελπίδα κάποιοι από όσους κοιτάξουν να καταλάβουν και τις σπασμωδικές κινήσεις των χεριών σου, που συνοδεύουν την κραυγή. Τα λόγια σου, δηλαδή. Και εκεί συνειδητοποιείς πως τραγουδάς μάλλον μόνος.
Το φως του προβολέα  σε φωτίζει τόσο δυνατά που μόνο τον εαυτό σου μπορείς να αντιληφθείς και να βασιστείς, όπως είπε κάποτε κάποιος πάνω από μία αχνίζουσα μολόχασυνεχίζοντας:"το πρόβλημα είναι ένα μονόπρακτο, που το βγάζεις σε πέρας μόνος σου. Αν υπάρχει κοινό, όλα καλά. Ακόμα καλύτερα, αν κάποιος έρθει και σε βρει στα παρασκήνια, για να σε συγχαρεί. Αλλά μόνος σου".

Και ξέρεις, το καλύτερο κοινό είναι αυτό που δεν επιβραβεύει ούτε αποδοκιμάζει. Είναι εκεί και βιώνει τα μονόπρακτά σου στωικά, περιμένοντας να έρθει μετά το τέλος, όταν οι άλλοι θα είναι σπίτι τους με ήσυχες διαθέσεις.
Θα έρθει τη στιγμή της απόσυρσης και θα φύγει μαζί σου χωρίς απαραίτητα να μιλήσει. Αυτό το κοινό σε "έπιασε".
Τώρα, μπορείς να φύγεις. Όποτε και ανακουφισμένα αφού τα έχεις αντικρύσει όλα.
Ο μόνος λόγος που είχες για να παλέψεις να δεις την πραγματικότητα στις διαστάσεις της, είναι για να την παρατήσεις μετά.
Παραιτείσαι όταν την βιώνεις και βιώνεται μόνο για να δραπετεύσεις. 
Προσπαθώντας να αποτυπώνεις την αιώνια σύγχυση, με σκοπό να τα βάλεις όλα σε μία τάξη καταλαβαίνεις πως μοναδική θέση τους είναι το άτακτο. Επιστροφή στην αθωότητα, λοιπόν, αλλά εγνωσμένα. Αισθήσεις, σκέψεις από την αρχή όχι με ανωριμότητα ξεκινήματος αλλά με την επώδυνη γνώση της επιτηδευμένης επανεκκίνησης.