Το όνειρο

Ο Καλούγκιν αποκοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε ότι καθόταν σε κάτι θάμνους και δίπλα απ'τους θάμνους περνούσε ένας αστυνόμος.
Ο Καλούγκιν ξύπνησε, έξυσε το στόμα του και ξανακοιμήθηκε και στον ύπνο του αυτήν τη φορά είδε ότι περπατούσε πλάι σε κάτι θάμνους και στους θάμνους καθόταν κρυμμένος ένας αστυνόμος.
Ο Καλούγκιν ξύπνησε, έβαλε κάτω απ'το κεφάλι του την εφημερίδια για να μη μουσκεύει με τα σάλια του το μαξιλάρι και ξανακοιμήθηκε, κι ονειρεύτηκε πάλι ότι καθόταν σε κάτι θάμνους και δίπλα απ'τους θάμνους περνούσε ένας αστυνόμος.
Ο Καλούγκιν ξύπνησε,άλλαξε την εφημερίδα, ξάπλωσε και ξανακοιμήθηκε. Ξανακοιμήθηκε και ξαναονειρεύτηκε ότι περπατούσε πλάι σε κάτι θάμνους και μες στους θάμνους καθόταν ένας αστυνόμος.
Εκείνη τη στιγμή ο Καλούγκιν ξύπνησε και αποφάσισε να μην κοιμηθεί άλλο, αλλά αμέσως τον ξαναπήρε ο ύπνος και ονειρεύτηκε ότι καθόταν πίσω από έναν αστυνόμο κι από δίπλα τους περνούσαν κάτι θάμνοι.
Ο Καλούγκιν έβγαλε μια φωνή και βάλθηκε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του, αλλά δεν κατάφερε να ξυπνήσει.
Ο Καλούγκιν κοιμήθηκε τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες και την πέμπτη μέρα ξύπνησε τόσο αδυνατισμένος, που χρειάστηκε να δέσει τις μπότες στα πόδια του με σπάγκο για να μην του βγαίνουν. Στο φούρνο, όπου ο Καλούγκιν αγόραζε πάντα σταρένιο ψωμί, δεν τον αναγνώρισαν και του πάσαραν ψωμί από σίκαλη.
Και η επιτροπή υγιεινής, που πήγαινε από διαμέρισμα σε διαμέρισμα και είδε τον Καλούγκιν, τον βρήκε ανθυγιεινό και καθ'όλα άχρηστο και πρόσταξε τους επιστάτες να τον πετάξουν μαζί με τα σκουπίδια.
Δίπλωσαν τον Καλούγκιν στα δυο και τον πέταξαν σαν σκουπίδι.

Δανιήλ Χαρμς, "ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ"