"Παίζω τα βράδια τη Δεισδαιμόνα" / Blue girls come

Κι εσύ-όχι; Νομίζω όλοι το κάνουμε.
Την ώρα που όλοι σκέφτονται "θα κοιμάται" και μόνο αυτό δεν κάνεις. Γράφεις, κλαις, ακούς μουσική, καυλώνεις μόνος-η, συγκινείσαι. Για τα υπόλοιπα δεν έχει ανάλυση-τα κάνεις ή όχι. Αλλά η μουσική έχει το δικό της ήχο μεταξύ 3 και 6 π.μ.. Ο ρυθμός δεν είναι ίδιος με τη μέρα, ακόμα και η πιο χαζή μελωδία είναι ένα μάταιο κρεσέντο προς το ολοκληρωμένο τίποτα. Οι μελωδίες ,που διαλέγεις, δεν είναι τυχαία οριακές. Ξεκινάς χαμηλά και κορυφώνεις-όχι σταδιακά, το στάδιο δεν αξίζει ν'ανήκει εδώ. Ανώμαλα, περίεργα, ξένα επιλέγεις τους μελωδικούς συντρόφους σου. Μέχρι που κατακτάς την έκσταση.
Την απόλυτη μουσική.
Και τον μοναδικό λόγο-μία λέξη, ένα στίχο ολόκληρο, μία ασυνήθιστη φράση άξια να γίνει το αυτογνωσιακό quote σου πρόσκαιρα.
Γι'αυτές τις ώρες-όταν η έκσταση είναι τόσο δυνατή, που το χέρι από ώμο μέχρι νύχι παραλύει. Δεν σκέφτεσαι πια το στήσιμο ενοχής του ώμου...δεν κρύβεις...λύνεις την άμυνα και φεύγεις με το ρυθμό του θαύματος. Και δέχεσαι όλα τα ευάλωτα, τις κριτικές, τα προηγούμενα, τα δικά σου...σαν κορόνα της Παπίου στο "Σίδερο". Ανατριχίλα από παρελθόν δεύτερο και μεγάλο.
Μεγάλο, επειδή υπήρξε δεύτερο.



Κι εκεί την συναντάς. Την ηρωίδα. Την πιστή Δεισδαιμόνα, που λες και πρέπει να πεθάνει, για να ακουστεί.
Το απελπιστικά καρτερικό αυτό πρόσωπο, εκεί πάντα, αθόρυβα πάντα, αλήθεια πάντα. Και δεν τραβά βλέμματα-παρά μόνο με το θάνατο. Κραυγάζει,σφαδάζει,στραγγαλίζεται και νιώθεις τη φωνή της να τρέχει κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης σου. Να σε παρακαλάει για έλεος κι ας μη φταις. Τόσο, που να φοβάσαι, πως το χέρι της είναι μισό πόντο πάνω από τον ώμο σου, μισό θάνατο μακριά. Και φτιάχνεις την δική σου κραυγή. Ακόμα και με βουβό άνοιγμα στόματος στην κορώνα άλλου. Ακόμα και με κλάμα. Ακόμα και με ύπνο.

Να έχεις κορώνες.
Ν' ακούς και μαζί με το ταξίμι να ρίχνεις αντοχές και ανάσες κάτω σε παλίνδρομη κίνηση απελπισίας ,κραυγάζοντας.
Να φωνάζεις περήφανα για ταπεινές κατ’ άλλους αισθήσεις σε κώδικα δικό σου και ακατανόητο. Μόνο ακατανόητο (μπορείς).









Non sibi

(patriae, ούτε καν)

Η στιγμή που αποφασίζεις, πως πρέπει να δώσεις. Ότι το νόημα είναι να συμπεριλάβεις και άλλους στο "σήμερά" σου. Το "αύριό" τους. Και ας λες, πως έχασες πολλά.
Ίσως γιατί ναι, ίσως πάλι, για να δικαιολογήσεις την προηγούμενη άτεγκτη στάση σου. Αλλά δεν είναι απλό-ΟΚ με την αναγνώριση του μοιράσματος, αλλά θέλω να σε δω όταν λες "δικό σου".

Πόσο,για πόσο,πώς,με τι αντάλλαγμα.
Δεν δίνεις, για να μην πάρεις.

Άλλοι δανείζουν με τόκο, άλλοι χωρίς, άλλοι εν λευκώ και άλλοι με τζίφρες. Αλλά σχεδόν κανείς δεν χαρίζει.

Εσύ,δοκίμασε και δώσε το αυτί σου, δώσε το μισό από τη διαστροφή σου,δώσε τη σάρκα σου σε απόλυτη διάθεση. Δεν είναι σεξουαλικό-αλλά είναι ο μεγαλύτερος οργασμός.
Νοητικός οργασμός.
Η ανείπωτη ηδονή του να αφήνεσαι, να γίνεσαι ενέχυρο εκών. Εδώ είναι η μαγκιά και η φθορά σου. Στην παράδοση άνευ όρων. Δεν αυτοενεχυριάζεσαι,όμως, για να σε ξεπληρώσουν, μα για να ζήσεις μέσα από την χωρίς όρους αποπληρωμής, κατάθεση του εαυτού σου.
Αλλά πέτα το κινητό σου στη θάλασσα.
Και κράτα 2. Άντε 3.










[back] to tre roots














The lady doth protest too much, methinks.

Φώναζε τόσο, όσο να μη χάνεις το δίκιο σου.
Σώπαινε τόσο, όσο να καταλάβεις μέχρι πού έπεισες.
Μετά, μπορείς να πεθάνει/-ς.


Angela Adams / Regret











Αν είχα βυζί, θα το έκανα οθόνη...

...για να "παίξει" το "από καρδιάς".
(δεν είναι ένα σωστό κείμενο)

Είναι οριακές οι σκέψεις, που ακολουθούν την θέαση κάθε transexual. Παρατηρώντας αυτά τα extravagant πρόσωπα, βαμμένα, χτενισμένα και με σκηνοθετημένες αντιδράσεις, διαπιστώνεις δύο όψεις: την απαισιοδοξία της γνώσης και την αισιοδοξία της βούλησης-αλλιώς-τη δικαίωση της επιλογής αλλά με το κόστος της ποτέ ένταξης. Πρόκειται για πρόσωπα σχεδόν ιερά, που συνενώνουν το φανατικά ξεχωρισμένο, τις δύο φύσεις. Είναι άτομα που έχουν πληγωθεί όσο λίγα και γι'αυτό μπορούν να γίνουν οι σκληρότεροι δολοφόνοι ή οι πιο τρυφερές μητέρες.
Ξέρεις, η σκληρότητα στην πραγματική της υφή ή σε παίρνει μαζί της και την καρπώνεσαι ή της γυρνάς την πλάτη, γιατί την σιχάθηκες. Χιούμορ άπλετο. Ο συνδυασμός αυτός, η ερμαφρόδιτη κατάληξη, αγγίζει ιδιαίτερα έξυπνες χορδές της σκέψης απαλλαγμένος από στεγανά, σύνδρομα και complex "προώθησης" της κατάλληλης κατά φύλο συμπεριφοράς.
Άλλες αλήθειες, άκομψες και με πούπουλα.


 
Στρέλλα:
Είναι συγκλονιστικό το μήνυμα, που φέρει η δεύτερη ανάγνωση της ιστορίας. Πέρα από τις φαινομενικά άρρωστες πτυχές του δράματος υπάρχει διατυπωμένος δειλά ο πιο καθαρός ορισμός της αγάπης:
Ένας πατέρας λατρεύει το παιδί του με κάθε τρόπο: δολοφονεί για το γιο του, ψάχνει για το χαμένο του παιδί, κάνει έρωτα με το ίδιο πρόσωπο, που έχει άλλη όψη.
Αλλά είναι το ίδιο. Φεύγει και επιστρέφει καθιστώντας τον κύκλο της σχέσης τους φαύλο μα πλήρη. Πλήρης έρωτας και αγάπη. Περίεργη αγάπη, πρωτόγονη.
 
Η μόνη που μπορεί να κάνει το χύσιμο και την καύλα να ισοδυναμούν με κορυφώσεις της αρχαίας τραγωδίας.
 
Τίποτα το ξεπερασμένο. Όταν ξεκινάς από το παρά φύση, εκτός από μία εμετική άποψη για τα πράγματα, αποκτάς και μία αλλόκοτη σοφία. Μία γνώση απλή και άφταστη-την πτώση. Τόσο, που να θυμίζει άνθρωπο. Λατρεύεις αυτές τις υπάρξεις, όταν κραυγάζουν στις ΚΟΥΚΛΕΣ "chinque milla" για την αστεία και πρωτότυπη όψη τους.
Πόσο μπορείς όμως να τις λατρέψεις το πρωί, με ανακατεμένα extensions και στύση;;











"Ακόμα και το πιο μικρό έχει την αχλύ του" / Ζυράννα Ζατέλη

Αυτό το λατρεμένο γράφον σαρκίο απάντησε στη δική μου απορία για καταγραφή του ασήμαντου. "Κράτα το άχυρο-θα έρθει ο καιρός του" συνέχισε. Άρα δεν είναι ατομική διαστροφή να σημειώνεις τα όνειρά σου, για να μην τα ξεχάσεις-και να απορείς ίσως.

Υπόθεση: Κόσμος σε θερμοκρασία και κατάσταση τήξης, έδαφος σε ακαθόριστη συνεχή επανάληψη της μορφής του, εικόνες από οικεία μέρη και πρόσωπα άγνωστα αλλά συμμέτοχα. Συμμέτοχα στη δολοφονία τους. Το τέλος του κόσμου με alien και τις διαστροφές τους και -περίεργο για όνειρο-πολύ αίμα. Υποτίθεται πως το επόμενο "θύμα" επιλεγόταν με δέσμες πράσινου φωτός και μετά από αυτή την επιλογή δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Αντικείμενα, που βρίσκονταν εντός του οπτικού του πεδίου, σηκώνονταν συνήθως μέχρι το ύψος του προσώπου του και αιχμηρά όντας, εισέρχονταν στο δέρμα μόνο επώδυνα. Τα μικρά γατζάκια, που κρεμάνε τις κουρτίνες πρόσβαλαν αιματηρά λαιμούς προξενώντας πόνο και αηδία πριν την "ανάληψη". Κουλό.

Η πιο άσχημη αίσθηση;; Το μη αναστρέψιμο. Η ιδέα, ότι δεν μπορείς να αποφύγεις να γίνεις ο επόμενος εκλεκτός των δεσμών, αλλά μπορείς να ελπίζεις, ότι μπορεί ο ορίζοντάς σου να αργήσει να "πρασινίσει". Αυτή η σπαρακτική έννοια της αναμονής για το οδυνηρά αυτονόητο.
Το αίσθημα του θανάτου-η επίγνωση του θανάτου από τον άνθρωπο, από τη στιγμή της γέννησης ακόμα.
Μία γνώση, που μας καθιστά τραγικούς και τρομακτικά ενδιαφέροντες ταυτόχρονα.
Ναι, κάτι μπορεί να σου πει και το "άχυρο", τελικά.












Να φεύγεις

Να περπατάς.Κοίτα(,)να φεύγεις.
πόδια,όνειρο,ταχύτητα όψης















Ήταν γραφτό μου να μείνω πιστός, στον εφιάλτη που επέλεξα.‏

Όχι επικαιρότητα,γεγονότα,αριθμοί,στοιχεία,σήμερα,τώρα. Βλέμματα. Βλέμματα που ρίχνεις,όταν οι άλλοι αδιαφορούν με τα δικά τους για σένα. Όταν μπορείς να τους παρακολουθείς κι εκείνοι να κινούνται ηδονικά ανυποψίαστοι. Κυρίως στην πόλη,στο απλό περπάτημα. Όλοι το κάνουμε. Παρατηρείς κάθε κινούμενο-τα πάντα πάνω του. Φαντασιώνεσαι ένα πλαίσιο ζωής, τους φίλους του, πώς είναι γυμνός-ή, πώς θα είναι όταν κάνει σεξ, όταν γελάει,όταν κάνει σεξ. Πλάθεις μία ιστορία γύρω από μία μορφή και αυτόματα γίνεται οικεία-την έμαθες. Η ιστορία αυτή ίσως ν' απέχει από την πραγματική ζωή του,αλλά μπορεί να είσαι κοντά.Παίρνεις έτσι κουράγιο και συνεχίζεις το άρρωστο παιχνίδι σου. Δίνεις ονόματα,τυχαία,με βάση τα ...παπούτσια κάποιες φορές. Ίσως λίγες συναντήσεις παρακάτω σχηματίσεις σύνολα, πιθανές παρέες μορφών από Σταδίου και Μητροπόλεως. Αηδία και μόνο στην ιδέα τέτοιας ενασχόλησης με κάθε περαστικό.

Υπάρχει και πιο νοσηρή συνέχεια. Να συνδέεις τα άγνωστά αυτά πρόσωπα με τον εαυτό σου σε σενάρια επί τόπου και χρόνου. Στο βήμα, στο δευτερόλεπτο. Και εκεί ξεφεύγεις από την εξέταση πρώτου σταδίου, την κίνησή τους. Το ρούχο,το ψεγάδι,τα κιλά. Παίζεις χοντρά. Με βλέμμα. Και όλα καλά με τα κατανοητά, τα απλά, τα αμιγώς εκφραστικά βλέμματα. Τι γίνεται όμως με τα ματωμένα μάτια; Αυτές τις σκοτεινές φιγούρες που βλέπεις να περνούν δίπλα σου, και νιώθεις μια μαύρη αύρα-το έχεις νιώσει ποτέ; Θέλεις κάποιες φορές να τους αγγίξεις, να μιλήσεις, να δείξεις πως ξέρεις και συμπονάς. Συν-πονάς. Κι εσύ. Αλλά μετά ένας ήχος ή το βάθος της ηθικής σου κατάπτωσης από μόνο του σε "χαστουκίζει". Ξυπνάς και αντιλαμβάνεσαι το ανώμαλο κόλπο σου ,για να κερδίσεις λίγη σκέψη. Ένοχος, στρέφεσαι στα δικά σου. Εμπιστεύεσαι τα μαύρα μεγάλα γυαλιά σου για την μεσολάβησή τους στην μη προδoσία του βλέμματός σου. Την εκπαιδευμένη μόνιμη κατεύθυνση του κεφαλιού σου μπροστά, για να μη δείξει, ότι κοιτάει. Απευθύνεσαι στο μικρό πράσινο θαύμα στην τσάντα σου. Τα 8GB μουσικής. Και ξεκινάς. "Οπωσδήποτε παράθυρο...να βλέπω έξω,να χαμογελώ". Ναι,ρε πούστη.
Στο αιώνιο repeat. Σήκωσε πανό με το :
"Ήταν γραφτό μου να μείνω πιστός στον εφιάλτη,που επέλεξα" του Conrad.