Φύρα

Στον πάγκο με τις μπανάνες, ο πωλητής διαλέγει τις μισοσάπιες και τις πετάει σ' ένα καφάσι πίσω του. Ένας παππούς πλησιάζει, διαλέγει την πιο κανονική, την ξεφλουδίζει επί τόπου και την τρώει σαν το πιο λαχταριστό γλύκισμα.
Αν παρατηρούσες τα μάτια του την ώρα που την δάγκωνε, μπορούσες να κλαις για ώρες ζητώντας "συγγνώμη". Γιατί, από πού-ασήμαντο.
Τα ενοχικά-ηθικοπλαστικά τύπου "να ευγνωμονείς για το αυτονόητο" δεν αφορούν κανέναν. Το αυτονόητο είναι από την ετυμολογία του αναγκασμένο να υπάρχει.
Το ζήτημα είναι να μπορείς να τα βλέπεις όλα αυτά.
Αν μπορείς να ευχηθείς κάτι σ'εαυτόν, είναι να βλέπεις πάντα αυτόν τον παππού να τρώει σαν παιδάκι την μπανάνα. Μετά να κοιτάζεις τον εαυτό σου και να σε αναγνωρίζεις.

Αν μπορούσες να τον δεις...μόνο να μπορούσες να τον δεις. Δε θα σταμάταγες να κλαις.