Χόρευα κι άργησα

Το πρωί της δυσφορίας, λίγο πριν αρχίσει να εξαργυρώνει υποχρεώσεις, άκουσε κάτω από το μπαλκόνι το ακορντεόν να θυμίζει την οφειλή της φυγής.
Ζαλιζόταν, ήθελε μία κουβέρτα να καλύψει τα πόδια, ένα κίτρινο ήσυχο φως και ήχους γλυκού πόνου. Θα έκλεινε τα μάτια του όσο οδηγούσε και μέσα από την απόλυτη αθλιότητα θα αυτοανακηρυσσόταν εγκόσμιος άγιος τραγουδώντας.

http://bit.ly/taL9OV