Του κάκου

Την κρατούσε σφιχτά με το χέρι του γύρω από το λαιμό-μέχρι εκεί του έφτανε-και από την άλλη παλάμη την κόρη τους. Σίγουρα την λάτρευε. Όταν πιστεύεις στη γη, δεν μπορείς να ακυρώσεις τη μάνα. Μπαμπάς των δύο.
Χοντροκομμένος, αδρή κοψιά, αποφασιστικά χέρια και κουρασμένο βάδισμα.
Εκείνη χαμογελούσε κοιτώντας τoν, όποτε τον κοιτούσε, επειδή τον κοιτούσε. Ευτυχισμένη που περπατούσε με το σύζυγο στο πανηγύρι. Tα μάτια της όμως, είχαν μέσα το "ξέρω ότι υπάρχει κι άλλο". Ένιωθε το μέτριο σήμερα, άκουγε ραδιόφωνο κρυφά τα πρωινά-ανακάλυψε, πως το κινητό που της πήρε για να την βρίσκει έχει ραδιόφωνο.

Ίσως κάποτε να είχε διαβάσει και κάτι. Μπορεί ένα βράδυ να ξύπνησε θέλοντας να μιλήσει στην αδερφή της. Κουνήθηκε όμως δίπλα της και σίγουρα ξάπλωσε, μην την ακούσει ξύπνια.

Με ποια σειρά να κάνει τα ψώνια αύριο, για να προλάβει ν'ακούσει μισή ώρα ραδιόφωνο; Ν'αφήσει λίγα ασιδέρωτα; Να κάνει τον κύκλο και να κάτσει στην οικοδομή στο πίσω στενό;


http://bit.ly/oLDVcM