Ναι,ο παράδεισος παρατράβηξε

Μερικά λεπτά διαύγειας και το "εκεί" έρχεται και τρακάρει πάνω στη μούρη σου.
Μετά από Βαλπουργία νύχτα ή -χειρότερα- πρωινό, καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να μένεις άλλο εδώ αγκαλιά με ψηλά χούγια και διαφυγές. Νοσταλγικά μπορείς να κοιτάζεις τον αέρα να τσακίζει δέντρα κάτω από πάπλωμα και αναληθείς εξομολογήσεις κορμού ή μπορείς ακόμα ηδυπαθώς να βγεις και να κρατηθείς, για να σε πάρει.
Κάθεσαι άνετα με σκοπό ν'αναλυθείς, στέκεσαι απέναντι με το σημειωματάριο της προσπάθειας και ίπτασαι ελέγχοντας αν όλο αυτό γίνεται σωστά. Και εξηγείς τα επιτυχώς ιδωμένα, τις πρώτες γεύσεις, μουσικές και άλλες μαλακίες μέχρι που φτάνεις σε ό,τι αξίζει ν'αναλυθεί ως πρώτη εμπειρία:
ενοχή.
Η βάση της αίσθησης, πως μπορείς και σου αναλογεί να προκαλέσεις κακό, να πατήσεις το παντελόνι της σε ηλικία που αδιαφορεί για την "πληρωμή" και άτσαλα γνωρίζει το "χρωστάω". Μερικές συμπτώσεις μετά, νιώθεις το βάρος του "έκανα" και ψάχνεις να το πετάξεις κάπου κοντά, για να μη χρειαστεί να τρέξεις, να του χαρίσεις άλλο κόπο.
Φυγή στο επέκεινα ,λες, ψάξιμο στα πλάγια για πλάγια, ποιητικές λειτουργίες, άνομες λεξιπλασίες και δομές καταδικασμένες σε επανάληψη λόγω πείνας για πρωτοτυπία. Ψευτοκαλύπτεις, πετάς ένα "Ανήκω αλλού" και γελάς, γιατί η Πίτσα Παπαδοπούλου είναι παντού.
Ναι, αφού παίζεις σε τέτοια ύψη, όταν δέχεσαι και δεν φτιάχνεις τη διαφοροποίηση.
Και όλα καλά, και όλα δικά και σίγουρα πνευματώδη.
Μόνο που ξέχασες ένα κενό, φίλε.
Τότε που άνοιξες το φρεάτιο και αντί να ψάξεις κάτω από το σκατό χάζεψες το πόσο λυρικά υπέροχος είναι ο ασταθής ρυθμός απομάκρυνσης του λεωφορείου. Ακολουθώντας το τότε, ξέχασες ανοιχτό το καπάκι.
Το σιδερένιο, μαύρο, βαθιά χαραγμένο. Γύρνα, για να μπεις και να τελειώσεις ή να το σηκώσεις και να κλείσει.
Γύρνα, γιατί θες αποτέλεσμα. Απότομα.