Τέλος εποχής II / Ύστατη νησίδα

http://t.co/twCkuWc
[...] Μετά τη γιορτή της ελευθερίας τους, έρχεται η γνώση της απόπειρας. Μιλούσαν και γελούσαν για 4 ώρες και 8 μέρες αλλά 5 μήνες τώρα σαν να μην είπαν κουβέντα.
Αμήχανη επίγνωση απελπισίας. Τα γνωστά λαϊκά στο ράδιο, που χωρίς να το ήθελε κανένας τους, δίνουν την αίσθηση του λάθους.
Το έχουν αυτό οι παρακμιακές μουσικές. Θες να τις ακούσεις γελώντας-να διασκεδάσεις ακούγοντας και νιώθοντας ανώτερος. Ότι κάνεις ένα πέρασμα από το είδος και θα φύγεις, γιατί έχεις και πιο υψηλά. Αλλά δεν έχεις. Και σε σιχαίνεσαι όταν βλέπεις πως ο "λαϊκός" στίχος σου έδωσε το "μεγαλείο" του κεφαλιού μπροστά στα ταπεινά αυτιά σου. Και το κλείνεις.


Το έκλεισε. Η Δέσποινα γύρισε και τον κοίταξε με το πιο αδιάφορο βλέμμα της. Ούτε αυτό δεν ήταν πια αφορμή για κουβέντα. Την κοίταξε αναλυτικά: ταλαιπωρημένη, άγρυπνη, άγρια αλλά υποταγμένη-σε καμία περίπτωση κεφάτη όπως το βράδυ στη γωνία. Μετά έξω. Ένιωσε πως δεν υπήρχαν τροχοί και λάστιχα. Τους κραδασμούς της ασφάλτου τους ένιωθε χαμηλά στην πλάτη του, οι μικρές αναπηδήσεις σαν να σκότωναν ποντίκια ενώ έτρεχαν. Παρατηρούσε τη μικρή στρογγυλή γωνία, κάτω δεξιά στο τζάμι του, να τρώει το δρόμο αχόρταγα. Χιλιόμετρα φασόν που αφορούσε μόνο τους ίδιους. Διένυαν. Όχι λυτρωτικά αλλά ενοχικά-κάθε μέτρο και απομάκρυνση, κάθε δέντρο και σκέψη για τους πίσω.
Το αυτοκίνητο λες και περιείχε ένα ποντίκι, κάποιες φλούδες από χαλασμένα φρούτα και το χαλαρωμένο μπούστο της.
Το ίδιο αυτοκίνητο που προοριζόταν για αρχαία μεγαλειώδη σκηνικά. 
Έπρεπε να σταματήσουν να φάνε. Ξαφνικά η ελεύθερη και ανόριστη φυγή είχε πρόγραμμα και αυτό την έκανε πραγματικά επιβεβλημένη. "Δολιανά".
Ένα γρήγορο μέτρημα των δυνάμεων του, ένα "σ'αγαπώ" από τα τελευταία τους και μετά μερίδες φαγητού. [...]

Και το θέλεις ρε γαμώτο. Πώς το θέλεις.